Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίνιγμα το [éniγma] Ο49 : 1.σύντομο τμήμα λόγου που αναφέρεται σε κτ. με ασαφείς όρους ή χαρακτηρισμούς και χρησιμοποιείται, συνήθ. ως παιχνίδι, για τον έλεγχο της νοημοσύνης των άλλων: Εύκολο / δύσκολο ~. Λέω / βάζω σε κπ. ένα ~. Bρίσκω / λύνω το ~. Συλλογή αινιγμάτων. Ο Οιδίποδας έλυσε το ~ της Σφίγγας. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δεν μπορούμε να το καταλάβουμε ή να το ερμηνεύσουμε εύκολα: Tο ~ των ιπτάμενων δίσκων / του σύμπαντος. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένα ~· ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι θέλει ή πώς να του φερθείς.
[λόγ. < αρχ. αἴνιγμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίνιγμα [éniγma] το,
- ① guessing game, dark saying, riddle, puzzle (syn απεικαστό, νοιώσμα, μάντεμα):
- λύνω ένα ~I solve a riddle; fig I solve a problem or a crux |
- η λύση του αινίγματος the solution or interpretation of the riddle; fig the solution of a problem or of a crux
- ② fig a very obscure matter or very difficult task or problem, an unknown factor, mystery, riddle (syn δυσεξιχνίαστο πράγμα, μυστήριο):
- το ~του σύμπαντος the riddle of the universe |
- το ~της ιστορίας |
- το ~της ψυχής του |
- το ~... γυρεύει ερμηνεία (Melas) |
- έστησα σε δραματική μορφή το ~ του Iούδα (id.) |
- (ο τάδε) ήτανε μυστήριος, ~μοναχό (id.) |
- τι ~ήταν αυτή η γυναίκα (Kokkinos) |
- (ο νους προσπάθησε) να εξηγήση τον κόσμο με τα άπειρα αινίγματά του (Papanoutsos) |
- poem για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία (Solom) |
- της ζωής μου το ~ της ψεύτρας (Palam)
[fr MG αίνιγμα ← AG, K, PatrG]
- ① guessing game, dark saying, riddle, puzzle (syn απεικαστό, νοιώσμα, μάντεμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματικά [eniγmatiká] adv
- in an obscure way, cryptically, enigmatically (syn μυστηριωδώς, συγκεκαλυμμένα):
- μιλεί ~speaks cryptically |
- (σ' ένα γράμμα) μου χάραξε υπονοητικά, σχεδόν ~κάτι τι που μ' έκαμε να στοχαστώ (Palam) |
- σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε ~(Xenop) |
- όλοι μ' ατένιζαν ~και μ' εχθρότητα (Ouranis)
[der of αινιγματικός; cf MG αινιγματικώς]
- in an obscure way, cryptically, enigmatically (syn μυστηριωδώς, συγκεκαλυμμένα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αινιγματικός -ή -ό [eniγmatikós] Ε1 : που, όπως το αίνιγμα, είναι δύσκολο να τον καταλάβουμε ή να τον ερμηνεύσουμε: ~ άνθρωπος. Aινιγματική συμπεριφορά. Aινιγματικό βλέμμα / χαμόγελο. Aινιγματικά λόγια.
αινιγματικά ΕΠIΡΡ: Xαμογέλασε ~. [λόγ. < μσν. αινιγματικός < αινιγματ- (αίνιγμα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματικός, -ή, -ό [eniγmatikós]
- ① pertaining to a riddle, enigmatic:
- αινιγματικό παραμύθι |
- αινιγματική γλώσσα (σε παραμύθια)
- ② fig inexplicable, puzzling, cryptic, mysterious, intriguing, enigmatic (syn αινιγματώδης, μυστηριώδης, σκοτεινός):
- αινιγματική προσωπικότητα, αινιγματική φυσιογνωμία, αινιγματική μορφή |
- ένα πρόσωπο αινιγματικό an enigma |
- ~ άνθρωπος, ~ άντρας (L ανήρ), αινιγματική ωραία γυναίκα, αινιγματική γυναικεία ψυχή |
- κόσμος ~ κι ανεξήγητος |
- αινιγματική η στάση των πολιτικών ηγετών |
- η φυσιογνωμία του έχει κάτι το αινιγματικό |
- τηρεί αινιγματική σιωπή maintains a cryptic silence |
- αινιγματικές δηλώσεις ambivalent, cryptic statements |
- σκοτεινές και αινιγματικές εκφράσεις |
- σκέφτομαι τα αινιγματικά λόγια του πατέρα μου |
- αινιγματικό ερώτημα |
- αινιγματικά αποφθέγματα |
- αινιγματικό χαμόγελο |
- η άρρωστη άκουε μ' ένα αδύνατο κ' αινιγματικό χαμόγελο (Kondylakis) |
- τα λόγια μου θα φαίνωνται σιβυλλικά, αινιγματικά (Palamas) |
- ένα έργο ανεδαφικό ... και για μένα αινιγματικό (Melas) |
- (ένας άλλος καιρός είχε) την αινιγματική γοητεία των αγέννητων πραγμάτων (Theotokas) |
- (ο Σωκράτης) φαίνεται γοητευτικός μαζί κ' ~ (Papanoutsos) |
- ποτέ το αύριο δεν υπήρξε τόσο αινιγματικό (Kanellop) |
- η πραγματικότητα ... παραμένει γι' αυτούς αινιγματική (Prevelakis) |
- poem ... και πάντα καρτεράνε |
- το νέο τον αινιγματικό, τον όμορφο, τον πλούσιο, |
- που θα τους δώση τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε (Ouranis)
[fr αινιγματικός: Characteres epistolici, ed. V. Weichert, 15]
- ① pertaining to a riddle, enigmatic:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αινιγματικότητα η [eniγmatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι αινιγματικός: H ~ των λόγων / των πράξεων / της συμπεριφοράς κάποιου.
[λόγ. αινιγματικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματικότητα [eniγmatikótita] η,
- obscurity, mysteriousness, inexplicability, enigmaticness (syn σκοτεινότητα, το μυστηριώδες) .
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματογράφος [eniγmatoγráfos] ο, η,
- ① writer of riddles, enigma writer
- ② writer who writes obscurely, without clarity.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αινιγματώδης, -ης, -ες [eniγmató∂is] (L)
- similar to a riddle, riddling, obscure, abstruse, mysterious, enigmatic (syn in αινιγματικός 2):
- ~ άνθρωπος, αινιγματώδες βλέμμα |
- μα γιατί ήσαστε τόσο σκληρή και ~ τότε; (Karavias) |
- ίσως αινιγματώδη, αλλά αποκαλυπτικά είναι όσα γράφει ο Γεννάδιος (Vacalop)
[fr AG αἰνιγματώδης 'riddling, dark']
- similar to a riddle, riddling, obscure, abstruse, mysterious, enigmatic (syn in αινιγματικός 2):
[Λεξικό Κριαρά]
- αινιγματωδώς, επίρρ.· ’νιγματωδώς, (Aπολλών. 681).
-
[αρχ. επίρρ. αινιγματωδώς]