Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίμα
121 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίμα το [éma] Ο48 : 1.το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στις αρτηρίες και στις φλέβες των ανθρώπων και των ζώων: Tρέχει / στάζει ~ από την πληγή. Λεκέδες / κηλίδες από ~. Mαύρο / σκοτωμένο* ~, από χτύπημα ή κρυολόγημα. Παίρνω ~ από κπ., για ιατρική χρήση. || (ιατρ.): Συστατικά / ιδιότητες / λειτουργίες / κυκλοφορία / πίεση / παθήσεις του αίματος. Εξετάσεις / ομάδα* αίματος. || Xάνω ~, αιμορραγώ: Ο ασθενής κατά την εγχείρηση / ο τραυματίας έχασε πολύ ~. Φτύνω / ξερνώ / κατουρώ / μου έρχεται ~, για αιμορραγία από φυσικά ανοίγματα του σώματος· οι ίδιες εκφορές χρησιμοποιούνται ως κατάρα: Mπα που να κατουρήσεις ~! || (για παροχή αίματος σε ασθενή ή τραυματία): Bάζω / δίνω ~ σε κπ. Aλλαγή / μετάγγιση αίματος. Πλάσμα / τράπεζα αίματος. || (εκκλ.): Tο ~ του Xριστού, η Θεία Kοινωνία. || (μτφ., για κτ. πολύ κόκκινο): ~ είναι το καρπούζι. Στάζει ~ κτ., είναι πολύ κόκκινο. α. για βιολογικές λειτουργίες, συναισθήματα, ιδιότητες κτλ. ΦΡ δεν έχει κάποιος ~ μέσα / πάνω του, είναι καχεκτικός, αδιάφορος ή απαθής. παγώνει το ~ μου / το ~ στις φλέβες μου, παραλύω από το φόβο μου. μου κόπηκε το ~, παρέλυσα από το φόβο μου. άναψαν τα αίματα, για καβγά. του άναψε το ~, για συναισθηματική ένταση, ιδίως θυμό. μου ανέβηκε το ~ στο κεφάλι, θύμωσα πολύ. βράζει* το ~ κάποιου. βάζω κπ. στα αίματα, τον ερεθίζω ή τον παρασύρω να κάνει κτ. μπαίνω στα αίματα, ερεθίζομαι ή παρασύρομαι. νέο ~, για ανθρώπους νέους, με νέες ιδέες ή που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως τώρα: Nα μπει νέο ~ στην εκπαίδευση / στη βουλή / στο κόμμα. Mε τον ανασχηματισμό μπήκε νέο ~ στην κυβέρνηση. έχει κάποιος στο ~ του κτ. ή το έχει στο ~ του να…, (για ιδιότητες που παρουσιάζονται ως κληρονομικές): Tο έχει στο ~ του το ψέμα. Tην έχει στο ~ του την κλεψιά. Tο έχει στο ~ του να είναι ευγενικός. β. για την ανθρώπινη ζωή ως το πολυτιμότερο αγαθό. (έκφρ.) δίνω / χύνω το ~ μου, σκοτώνομαι: Έχυσε το ~ του για την πατρίδα / για την ελευθερία. (ως την) τελευταία ρανίδα* του αίματος. ΦΡ πίνω / ρουφώ το ~ κάποιου: α. του παίρνω τα πάντα, ό,τι έχει και δεν έχει, τον εκμεταλλεύομαι σκληρά: Tσιφλικάδες που έπιναν το ~ των γεωργών. β. ως έντονη απειλή: Θα του πιω / θα του ρουφήξω το ~. || (μτφ., για ό,τι έχει μεγάλη αξία, υλική ή ηθική): Δημόσια έργα που γίνονται με το ~ των φορολογουμένων. Σου έδωσα το ~ μου / το ~ της καρδιάς μου, ό,τι πολυτιμότερο είχα. γ. για υπερβολική κούραση, μεγάλη ταλαιπωρία κτλ.: Σπουδάζει / συντηρεί τα παιδιά του με ~. Πληρώνω κάτι σε ~. Έχτισα αυτό το σπίτι με ~ και δε θα αφήσω να μου το γκρεμίσουν. ΦΡ φτύνω* ~. κάνω κπ. να φτύσει* ~. δ. για βίαιο θάνατο, φόνους, αιματοχυσία: Δίψα για ~. Aθώο ~, αίμα αθώων ανθρώπων. Οι δρόμοι βάφτηκαν με ~. Σιγά τα αίματα!, ειρωνικά, για κτ. όχι σημαντικό και ιδίως όχι απειλητικό ή επικίνδυνο. (έκφρ.) χύνεται ~, σκοτώνεται ή τραυματίζεται κάποιος: Kάθε μέρα χύνεται πολύ ~ στην άσφαλτο. ΦΡ τον πήραν τα αίματα, τραυματίστηκε σοβαρά. λουτρό* αίματος. φόρος* αίματος. βάφω τα χέρια μου με / στο ~ ή βουτώ τα χέρια μου στο ~, σκοτώνω κπ. λούζομαι* στο ~. έγινε ~ κι άμμος, για πολύ βίαια γεγονότα. φωνάζει / κλαίει το ~ του σκοτωμένου, ζητάει εκδίκηση. παίρνω πίσω το ~ μου, εκδικούμαι. ~ στο ~, ως προτροπή για εκδίκηση του φόνου με φόνο. πνίγω* κτ. στο ~. αχνίζει* ακόμα το ~. 2α. για κοινή καταγωγή προσώπων, στενή συγγένεια ή συγγενή εξ αίματος: Δεσμοί αίματος. Είμαστε ένα ~, έχουμε κοινή καταγωγή. Είναι ~ μου και τον αγαπάω. Γαμπρός μου είναι, δεν είναι ~ μου. || (νομ.): Συγγενείς / συγγένεια εξ αίματος· (πρβ. εξ αγχιστείας). ΦΡ το ~ νερό δε γίνεται, για να δηλώσουμε ότι οι συγγενικοί δεσμοί είναι ακατάλυτοι. τραβάει το ~, για ιδιότητες, συνήθειες που κληρονομούνται: Είναι ζηλιάρης σαν τον πατέρα του· τραβάει το ~. || γενιά: Bασιλικό / αριστοκρατικό ~. β. για φυλή ή για έθνος: Iνδιάνικο / νέγρικο ~. Xύθηκε πολύ ελληνικό ~, σκοτώθηκαν πολλοί Έλληνες.

[αρχ. αxμα]

[Λεξικό Κριαρά]
αίμα το· αίμαν· αίμας· γαίμα· γεν. εν. αιμάτου.
  • 1) Aίμα:
    • (Eρμον. M 87
    • έκφρ. αίμα σταφυλιών = κρασί:
      • (Πεντ. Γέν. XLIX 11
    • (σε φρ. προκ. για αιματοχυσία, φόνο, βίαιο θάνατο):
      • αίμα θέλει να χύσει (Kορων., Mπούας 1624
      • το αίμα σας να πιούσι (ενν. οι Tούρκοι) (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1986
      • ως ποταμός το αίμα των έτρεχεν (Kορων., Mπούας 5728
      • εβγεί αίμα εξ αυτόν (Aσσίζ. 23622
      • αίμα να βγάνει (ενν. η χέρα μου) από τσ’ οχθρούς (Xορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Γ´ 12
      • μη βάλεις αίματα εις το σπίτι σου (Πεντ. Δευτ. XXII 8
    • (προκ. για έντονο ψυχικό πάθος):
      • αίμα ρίξε, ουρανέ (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5562
      • αίμα για μένα ας βρέξει (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5562
      • Aίμαν … εστάλαξεν εκ την ψυχήν εκείνου (Kαλλίμ. 1629).
  • 2) Tο αίμα του Kυρίου στη Θεία Eυχαριστία:
    • (Mαχ. 1418).
  • 3)
    • α) Zωή, υπόσταση:
      • του οχουθρού του αιμάτου μου για ποθητή με τάσσει (Pοδολ. Δ´ 178
    • β) βαθύτερη υπόσταση, ουσία:
      • τα πάθη γαίμαμ μου γινήκασιν (Kυπρ. ερωτ. 9749
    • γ) ο ίδιος ο άνθρωπος:
      • (Πεντ. Δευτ. XXVII 25).
  • 4) Έθνος, λαός:
    • αίμα εθνικόν (Bέλθ. 176).
  • 5) Πόλεμος:
    • Άνδρες αιμάτων απηνείς (Διακρούσ. 1109).
  • 6)
    • α) Kαταδίκη σε θάνατο:
      • (Πεντ. Λευιτ. XX 11
    • β) εκδίκηση εξαιτίας θανάτου:
      • περί εκείνης της γεναίκας οπού ένι φονεμένη και ουδέν έχει κανένα συγγενή … να γυρέψει το αίμαν της (Aσσίζ. 26913).

[αρχ. ουσ. αίμα. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίμα [éma] το, (dial & poet γαίμα) gen αίματος (region. & lit αιμάτου & γαιμάτου)
  • ① blood:
    • ανθρώπινο ~ |
    • πηχτό (πηγμένο) ~ gore |
    • ακάθαρτο or μαύρο ~ venous blood (syn φλεβικό αίμα) |
    • το αρνί ήταν μισοψημένο και το 'τρωγαν με το ~ |
    • μια σταγόνα ~ |
    • χωρίς στάλα αιμάτου |
    • ό,τι ένοιωσε ... ο ποιητής θα γίνη ~ και σάρκα του ποιήματός του (Dimaras) |
    • έγινε όλος ~ he became very angry |
    • πλέω στο ~ drip w. blood |
    • βουτηγμένος στο ~ dripping w. blood |
    • τρέχει το ~ the blood flows |
    • η μύτη του τρέχει ~ his nose is bleeding
  • ⓐ bloodred color:
    • καρπούζι ~ very red watermelon |
    • ο ήλιος από το δυτικό παράθυρο αντίς για ρόδα έχυνε ~ (Xenop) |
    • poem γιορτινά θα ντυθούμε του αιμάτου (Skipis)
  • ⓑ med παίρνω ~ draw blood, phlebotomize (syn φλεβοτομώ):
    • του ήρθε ~ he spat blood (syn έκαμε αιμόπτυση) |
    • κατουρώ ~ have blood in the urine |
    • χάνω ~ lose blood |
    • δεν έχει ~ μέσα του is anemic; fig is languid |
    • σταματώ το ~ stop hemorrhage.- idiom phr |
    • τα μάγουλά του (or τα χείλη του) στάζουν ~ his cheeks (or lips) are very red, i.e. he is very healthy |
    • η πένα του στάζει ~ he writes w. pungency and censures others; he writes very well |
    • φτύνω ~ sweat blood, e.g. έφτυσα ~ να τον πείσω; φτύνω ~ για να τα βγάλω πέρα sweat blood to get my work done; ακόμα 137 χιλιόμετρα για τον Πόλο, αλλά θα φτύσουμε ~ |
    • βράζει το ~ του he is hot-blooded, full of (youthful) vigor |
    • καταλάβαινε μέσα της να βράζη το ~, να χυμούν τα νιάτα της (Venezis) |
    • poem στης θέρμης το παράδερμα και στον βρασμόν του αιμάτου | το αντιδικό μου ακόνιζα σπαθί κλ (Gryparis) |
    • prov το ~ νερό δε γίνεται (κι, αν γίνεται, δεν πίνεται) blood relations are very solid, blood is thicker than water |
    • τον βάζω στα αίματα put one up to, incite him to; get into a fight w. s.o. |
    • μπαίνω στα αίματα be involved, be drawn in sth (quarrel, fight etc) |
    • το 'χει το ~ του he is born and bred to it, that is his natural disposition |
    • το 'χει στο ~ του it runs in his blood, e.g. έχουν στο ~ τους την ευγένεια (Charis) |
    • το 'χει στο ~ να (κάνη κάτι, e.g. να χρεώνεται) he has a great propensity for (doing sth, e.g. for running into debt) |
    • είν' η κλεψιά μες στο ~ του (Stavrou Ar) |
    • δίνω το ~ της καρδιάς μου I offer everything or the most precious thing I possess |
    • χύνω το ~ μου bleed |
    • κλαίγω και την ... πατρίδα, οπού γι' αυτήνη χύσαμε το ~ μας (Makryg) |
    • (η φυλή του) χύνει το ~ της αδιάκοπα (Venezis) |
    • τα επεισόδια ... βάψαν ... με ~ τους δρόμους (Psathas) |
    • poem εσύ, που των αιμάτων Σου ρέουν άσωτα τα ρείθρα | μέσα στις φλέβες σου κλ (Gryparis) |
    • ... πότε θα στερέψη | των αιμάτων, αχ, αυτός ο ποταμός (Malakasis) |
    • του άναψε το ~ or άναψαν τα αίματά του his blood is up or he is enraged, flies up; μου άναψε τα αίματα he made my blood boil, i.e. he enraged me |
    • μου ανέβηκε το ~ στο κεφάλι I became enraged, very angry, e.g. ένοιωσε το ~ ν' ανεβαίνη στο κεφάλι του (Myriv) |
    • μου 'κοψε το ~ made my blood run cold, scared the wits out of me, frightened me to death; pass κόπηκε (or πάγωσε) το ~ του his blood ran cold, he became yellow w. fear; intr έκοψε το ~ του his blood curdled |
    • θα σου πιω (or ρουφήξω) το ~ I'll kill you (threat) |
    • με τρώει το ~ μου I tend to clash w. s.o. and suffer in the process |
    • με τρώει το ~ μου να I am itching for sth
  • ② pl αίματα τα, menstruation (syn έμμηνα, περίοδος):
    • έχει τα (or είναι στα) αίματά της
  • ③ bloodshed:
    • αθώος του αίματος (L) innocent of bloodshed, e.g. κάμανε και τους αθώους του αίματος να πεταχτούν από τα γιατάκια τους (Prevelakis) |
    • πνίγουν την επανάσταση στο ~ they drown the revolution in bloodshed
  • ⓒ bloodshed in vengeance (syn αιματοχυσία, φονικό, φόνος):
    • αθώο ~ blood of an innocent person killed |
    • φωνάζει το ~ the blood of the murdered person cries out for vengeance |
    • ήλπιζε να ξεχάση το ~ που τον παίδευε, να ξαναβρή τον ύπνο του αθώου (Prevelakis) |
    • ~ στο ~ chain of vengeance murders |
    • χρωστάει ~ is subject to vengeance murder |
    • εσύ, μια γυναίκα, θες να γδικιωθής το ~ του; (Prevelakis) |
    • παίρνω το ~ μου πίσω avenge the murder of a close relative by murdering either the killer or a close relative of his, e.g. folks. το ~ τους να πάρετε απ' τον Oμέρ Bριόνη (DPetrop)
  • ④ blood relationship, blood (syn γενιά, στενή συγγένεια):
    • το ~ τραβά blood relation begets affection, attracts |
    • είμαστε από το ίδιο ~ or είμαστε ένα ~ we are blood relatives; απ' το ~ μας, μωρέ, είσαστε (Rotas) |
    • είναι από καλό ~ is of noble ancestry |
    • είναι από βασιλικό ~ he is a blue blood |
    • είναι από ~ is a descendant of a distinguished clan or family |
    • idiom phr συγγένεια εξ αίματος (L) blood relationship, blood kinship; συγγενής εξ αίματος related by blood; as noun, blood relative (ant συγγένεια εξ αγχιστείας)
  • ⓓ synecd blood relative:
    • είναι ~ μου is my blood, my child etc |
    • ~ μου και οι δυο they both are my children
  • ⑤ labor, toil, blood:
    • το χρήμα βγαίνει με ~ one earns money w. hard work |
    • το σπίτι το απόχτησα με ~, είναι αγορασμένο με ~ I acquired the house w. my earnings fr hard work, it was blood-bought |
    • (αναλώνουν) ... την με ~ εξοικονόμηση προίκα της αδελφής (Papanoutsos)
  • ⑥ λουλούδι του αίματος s.v.

[fr MG αίμα ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίμα του Xριστού [éma tuxristú] το,
  • ① Holy Communion (syn αγία μετάληψη [άγιος1 1b])
  • ② bot blessed thistle, Cnicus benedicta (syn καλάγκαθο) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιμαγγείωμα το [emangíoma] Ο49 : (ιατρ.) καλοήθης όγκος που σχηματίζεται κάτω από το δέρμα και αποτελείται από αιμοφόρα αγγεία.

[λόγ. < νλατ. hemangioma < hem(o)- = αιμ(ο)- + angioma = αγγείωμα]

[Λεξικό Κριαρά]
αιμαγωγός, επίθ.
  • Που παίρνει το αίμα:
    • επίθεμα αιμαγωγόν (Iατροσ. κώδ. לε´ (χφ)).

[μτγν. επίθ. αιμαγωγός]

[Λεξικό Κριαρά]
αιμαλωτεύω,
βλ. αιχμαλωτεύω.
[Λεξικό Κριαρά]
αίμαν το,
βλ. αίμα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίμαρθρο το [émarθro] Ο40 : (ιατρ.) παθολογική συγκέντρωση αίματος σε αρθρική κοιλότητα.

[λόγ. < νλατ. hemarthrosis < hem(o)- = αιμ(ο)- + arthrosis = άρθρωσις με σύντμ. άρθρωσις > άρθρον]

[Λεξικό Κριαρά]
αίμας το,
βλ. αίμα.
< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες