Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίθριο το [éθrio] Ο40 : 1.(αρχιτ.) εσωτερική αυλή συνήθ. περίστυλη: ~ αρχαίου ναού / μονής. Ρωμαϊκό ~. Tο σχολείο διαθέτει μια εσωτερική αυλή, ένα ~, για τη συγκέντρωση όλων των μαθητών. 2. (αρχαιολ.) αυλή με περιστύλιο στην πλευρά της κύριας εισόδου των παλαιοχριστιανικών βασιλικών.
[λόγ. < ελνστ. αἴθριον `αυλή΄ ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. αἴθριος σημδ. (ελνστ.) του λατ. atrium]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίθριο [éθrio] το, arche.
- atrium:
- το ~ μονής cloister garth |
- ~ εσωτερικού κήπου (Karouzou) |
- διαμορφώθηκε η αυλή σαν ~ ενός απλού κοιμητηρίου με κήπο στη μέση (id.)
[fr K αθριον, folket adaptation of Lat atrium]
- atrium:
[Λεξικό Κριαρά]
- αίθριος, επίθ.
-
- Που υψώνεται στους αιθέρες, υψηλός:
- αίθριος δωδεκάστεγος πύργος (Bίος Aλ. 3760).
[αρχ. επίθ. αίθριος]
- Που υψώνεται στους αιθέρες, υψηλός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίθριος -α -ο [éθrios] Ε6 : (λόγ.) 1. που δεν έχει σύννεφα: ~ ουρανός / καιρός. 2. (μτφ., λογοτ.) ήσυχος, γαλήνιος: ~ νους. Aίθριο πρόσωπο, όχι σκυθρωπό.
[λόγ. < αρχ. αἴθριος (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίθριος, -α (& -ία), -ο [éθrios] (L)
- ① cloudless, clear, bright (syn ανέφελος L, ασυννέφιαστος, εύδιος L, καθαρός, ξάστερος):
- ~ ουρανός clear (or bright or fair) sky |
- ο ~ ελληνικός ουρανός the clear Greek sky |
- ~ καιρός (syn αιθρία) |
- αιθρία ημέρα day w. a clear sky |
- το πλήθος ... με τα χρυσά μαλλιά και τα αίθρια μάτια (e.g. the Germans) (Papantoniou) |
- μας κοίταξαν ... μ' ένα αίθριο φως στο πρόσωπο (Panagiotop) |
- poem ο μέσα κόσμος θάρρεψε στα βάθη της ψυχής κρυφός | μ' όλο που δεν ανοίχτηκε κανένας ~ δρόμος (Malakasis)
- ② fig composed, cool, calm, serene (syn γαλήνιος, διαυγής, εύδιος L, καθαρός):
- αίθριο πρόσωπο |
- αίθρια μνήμη |
- ~ νους clear or lucid mind |
- όσα έγραψα ... για τη ζωή και το έργο του Mαίτερλιγκ με ξανάφεραν σε κάπως αιθριότερες εποχές (Panagiotop) |
- poem γυναίκα οπού μια ατμόσφαιρα σε περιβάλλει αιθρία | ειρήνης (IRaftop)
[fr MG ← AG αθριος (also PatrG)]
- ① cloudless, clear, bright (syn ανέφελος L, ασυννέφιαστος, εύδιος L, καθαρός, ξάστερος):