Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αίγλη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αίγλη η [éγli] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.(λόγ.) η λάμψη. α. (φυσ.) είδος φωτεινής ακτινοβολίας. || (τεχνολ.): Λυχνία αίγλης. β. (μετεωρ.) ονομασία οπτικού φαινομένου. γ. (εκκλ.) το φωτοστέφανο των αγίων. 2. μεγάλη δόξα, φήμη: H ~ της αρχαίας Ρώμης / της ελληνικής αρχαιότητας. Προσωπικότητα με κύρος και ~.

[λόγ.: 2: αρχ. αἴγλη· 1: & σημδ. γαλλ. gloire, auréole]

[Λεξικό Γεωργακά]
αίγλη [éγli] η, (L)
  • ① glitter, splendor, magnificence (syn λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια):
    • η ~ της δόξας the glamor of glory |
    • η ~ του θρόνου, της εξουσίας |
    • η ψεύτικη ~ του πολέμου the false glamor of war |
    • η ~ μιας πολιτείας |
    • η ~ του βυζαντινού πολιτισμού |
    • η ~ του λόγου |
    • εθνική ~ |
    • δε θαμπωνόμαστε από την ~ τους |
    • ο Oικουμενικός θρόνος απέκτησε λαμπρότητα και ~ |
    • η ~ της τέχνης της ηθοποιίας |
    • η ~ της προσωπικής παρουσίας |
    • μια προσωπικότητα με κύρος και ~ |
    • η ~ των θριαμβευτικών επιτυχιών αντανακλά στην Eλλάδα |
    • οι μεγάλοι άνθρωποι δίνουν κάποια ~ στην ανθρωπότητα |
    • η ~ του Oλύμπου είναι το στεφάνωμα των Oλυμπίων ύστερ' από τη σύρραξη (Palam) |
    • το πανεπιστήμιο ... είχε φροντίσει να τους περιβάλη μ' εξαιρετική κοινωνική ~ (Melas) |
    • η πατρίδα αποκτά την ομορφιά και την ~ των θρύλων (Theotokas) |
    • δημιουργίες αθάνατες ... με ασύγκριτη ~ και γοητεία (id.) |
    • (ο Παπαδιαμάντης) διατηρεί πάντα μια ~ αγίου (Chatzinis) |
    • poem στις ροδοδάφνες μέσ' την ~ του Eικοσιένα, | λουλούδι υστερογέννητον ... (Malakasis)
  • ② radiance, halo (syn φωτοστέφανος):
    • η κυρία ... έμοιαζε με ασημοκαπνισμένο εικόνισμα, μια ~ γύρω στα μαλλιά της (KPolitis)

[fr AG α­γλη, also PatrG]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αίγλη [éγli] η,
  • Aegle, AG & ModG given name of women.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες