Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίγαγρος ο [éγaγros] Ο19 : ζώο σε άγρια κατάσταση που μοιάζει με την κατσίκα· αγριόγιδο, αγριοκάτσικο.
[λόγ. < ελνστ. αἴγαγρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίγαγρος [éγaγros] ο, (L) zoo
- wild goat, chamois, Capra aegagrus (syn in αγρίμι 2):
- κρητικός ~ |
- δέρμα αιγάγρου chamois leather (syn σαμουά) |
- poem τον πρόσμενα άλκιμο αίγαγρο να με βοσκήση | την αβόσκητη γη ... (Diktaios)
[fr AG αγαγρος, a hypostasized cpd of α ξρῶν; cf ἀγριόαιξ 'wild goat' fr ἄγριος αξ]
- wild goat, chamois, Capra aegagrus (syn in αγρίμι 2):