Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίγα η [éγa] Ο25 : (λόγ., λαϊκότρ.) η κατσίκα.
[μσν. αίγα < αρχ. αἴξ, αιτ. αrγα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίγα [éγa] η, region. & lit
- she-goat (syn γίδα, κατσίκα):
- folkt μια φορά μια ~ και μια προβατίνα είχαν να περάσουν ένα ρυάκι (fr Cyprus; Loucatos) |
- είχα ακούσει για τ' αγρίμια τω βουνώ μας, είδος άγριες αίγες (Kondylakis) |
- ένας βοσκός ... βιάζεται να περάση τον Iορδάνη να πιάση την ~ με τα δυο ριφάκια της (Prevelakis) |
- το βοσκό με την ~ Aλταΐρ (id.) |
- poem σαν το γάλα της αίγας Aμαλθείας | θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα (Mavilis) |
- ... το γάλα | από αίγες που 'ναι αβύζαχτες, για κρέας από δαμάλα (Skipis)
[fr MG αίγα, this fr acc αίγα of K αξ ← AG]
- she-goat (syn γίδα, κατσίκα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αίγα (I) η.
-
- Κατσίκα:
- (Πανώρ. B´ 5).
[<αρχ. ουσ. αιξ. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Κατσίκα:
[Λεξικό Κριαρά]
- αίγα (II) η,
- βλ. έγια.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίγαγρος ο [éγaγros] Ο19 : ζώο σε άγρια κατάσταση που μοιάζει με την κατσίκα· αγριόγιδο, αγριοκάτσικο.
[λόγ. < ελνστ. αἴγαγρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίγαγρος [éγaγros] ο, (L) zoo
- wild goat, chamois, Capra aegagrus (syn in αγρίμι 2):
- κρητικός ~ |
- δέρμα αιγάγρου chamois leather (syn σαμουά) |
- poem τον πρόσμενα άλκιμο αίγαγρο να με βοσκήση | την αβόσκητη γη ... (Diktaios)
[fr AG αγαγρος, a hypostasized cpd of α ξρῶν; cf ἀγριόαιξ 'wild goat' fr ἄγριος αξ]
- wild goat, chamois, Capra aegagrus (syn in αγρίμι 2):
[Λεξικό Κριαρά]
- αιγαιακός, επίθ.
-
- Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
- (Θεολ., Tζίρ. 35817).
[<τοπων. Αιγαίον (πέλαγος) + κατάλ. ‑ακός]
- Που ανήκει στο Aιγαίο πέλαγος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιγαιακός -ή -ό [ejeakós] Ε1 : που αναφέρεται στην περιοχή του Aιγαίου πελάγους· αιγαιοπελαγίτικος: Ο ~ χώρος / πολιτισμός. Ο ~ τύπος ανθρώπου ανήκει στον ευρύτερο μεσογειακό.
[λόγ. Aιγαί(ον) -ακός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιγαιακός, -ή, -ό [eyeakós] anthrop
- of the area of the Aegean Sea, Aegean:
- ~ τύπος, αιγαιακή ποικιλία Aegean type, variety |
- ο μεσογειακός (με την περιορισμένη έννοια της λέξεως) συμπεριλαμβάνει τον κεντροελλαδικό (και νοτιο-ελλαδικό) και τον αγαιακό τύπο (Poulianos)
[fr LMG αιγαιακός, der of Aιγαίον]
- of the area of the Aegean Sea, Aegean:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αιγαίο [eyéo] το, (& Aιγαίο(ν) πέλαγος)
- Aegean Sea, Aegean (syn Άσπρη Θάλασσα, L Aρχιπέλαγος)
[fr AG Aἰγαῖον πέλαγος; cf adj αἰγαῖος]