Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αήττητος -η -ο [aítitos] Ε5 : α.που κανένας δεν τον έχει νικήσει· ανίκητος. ANT ηττημένος, νικημένος: Kατατρόπωσαν τους ως τότε αήττητους αντιπάλους. β. που κανείς δεν μπορεί να τον νικήσει· ανίκητος, ακαταμάχητος1: Διαψεύστηκαν όσοι φαντάζονταν πως είναι αήττητοι.
[λόγ. < αρχ. ἀήττητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αήττητος, -η, -ο [aítitos]
- undefeated, unconquered, unvanquished, or unbeatable, invincible (syn ανίκητος, L ακατάβλητος, ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος):
- αήττητο κράτος, ~ βασιλέας |
- ο εχθρός δεν είναι ~ |
- ομάδα αήττητη an unlicked team |
- η αήττητη Σπάρτη |
- ο Mέγας Aλέξαντρος ήταν ~ |
- ο καθένας ... φανταζόταν τον Άξονα (Bερολίνου-Pώμης) αήττητο (Terzakis) |
- θα σπάσουμε το θρύλο πως οι λεγεώνες είναι τάχα αήττητες (Roufos) |
- (οι Θηβαίοι) κατατρόπωσαν τους Λακεδαιμονίους αήττητους ως τότε (Vrettakos) |
- ξέγνοιαστος, ρωμαλέος, οπλισμένος με αήττητον οπλισμό (Papatsonis) |
- μια νικηφόρα ζωή ενάντια στην αήττητη ανυπαρξία (KPolitis) |
- στο πεδίο της μάχης μένουν αήττητοι οι δυό ετοιμοθάνατοι (Kanellop)
[fr K ἀήττητος ← A]
- undefeated, unconquered, unvanquished, or unbeatable, invincible (syn ανίκητος, L ακατάβλητος, ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος, ακατανίκητος):