Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέτωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αέτωμα το [aétoma] Ο49 : το τριγωνικό επιστέγασμα των στενών πλευρών ενός οικοδομήματος (αρχαίου ναού κτλ.): Aνατολικό / δυτικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἀέτωμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αέτωμα [aétoma] το, (L) archit
  • pediment, gable (syn αετός 8, καλκάνι):
    • επιτάφια στήλη με ~ |
    • βαρύ ~ πώρινο (Karouzou) |
    • το αέτωμά του κοσμούσαν δύο τεράστιες άγριες λέαινες (Miliadis) |
    • κοσμήματα με τούβλα ... στολίζουν τ' αετώματα και την αψίδα (Xyngop) |
    • ο μελετητής αντικρύζει το σφρίγος των αετωμάτων του ναού του Δία στην Oλυμπία ή του Παρθενώνα κλ (Papatsonis) |
    • το ~ του Παρθενώνα θα σιάξω (Psichari) |
    • αυτή η μορφή ... αποκορύφωνε σαν περήφανο ~ μεγαλόπρεπου ναού το κορμί ενός γίγαντα (Melas) |
    • σα να 'τανε ψηλό καράβι ο άσπρος ναός ..., σα να 'τανε άλμπουρα οι κολόνες του και άρμενα τ' αετώματα (Myriv) |
    • ο μαρμάρινος κώνος της Πεντέλης απλωνότανε αντίκρυ ..., ένα ρημαγμένο ~ πάνω στον αττικό ορίζοντα (KPolitis) |
    • poem ... βλέπω να με κοιτάζη ακόμη | ένα ~ γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα (Seferis) |
    • ποιες παραστάσεις φέρνετε στη μνήμη | γλυμμένων αετωμάτων παναρχαίων; (Skipis)
  • ⓐ fig peak, height, acme, climax, crown (syn επιστέγασμα, κορύφωμα, αποκορύφωμα):
    • για μένα η ποίησή του είναι αληθινό ~ αρχαίου ναού (Drosinis) |
    • ο λυρισμός είναι το χρυσό ~ κάθε λογοτεχνίας (Valetas)

[fr AG ἀέτωμα, which survived also in ModG dial of Chios 'roof of a house']

[Λεξικό Γεωργακά]
αετωματικός, -ή, -ό [aetomatikós]
  • pedimental, gabled:
    • αετωματική στέγη |
    • το σχήμα της στήλης επάνω ... οριζόντιο ή αετωματικό, όπως στα αττικά (ChKarouzos)

[der of αέτωμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες