Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αέριος, επίθ.
-
- Που αποτελείται από αέρα·
- έκφρ. αέριον πέλαγος = ατμόσφαιρα:
- (Iερακοσ. 4825).
- έκφρ. αέριον πέλαγος = ατμόσφαιρα:
[αρχ. επίθ. αέριος. Η λ. και σήμ.]
- Που αποτελείται από αέρα·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αέριος -α -ο [aérios] Ε6 : που έχει την ίδια φύση με τον αέρα· αεριώδης: Aέρια μάζα / κατάσταση. Aέρια καύσιμα. Aέριο σώμα, αέριο. || (ως ουσ.) το αέριο*.
[λόγ. < αρχ. ἀέριος `ομιχλώδης΄ σημδ. γαλλ. gazeux]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αέριος, -α, -ο [aérios] (L)
- of air, aerial:
- αέρια μάζα air mass αέρια κατάσταση gaseous state |
- αέριες ουσίες ανεπιθύμητες στο γυαλί glass ind. undesirable bubbles in glass
[fr AG ἀέριος]
- of air, aerial:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριοστεγής, -ής, -ές [aeriosteyís] (L)
- gaslight
[cpd w. -στεγής as ten other so terminating adjs in AG, K & MG attest]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριοστρόβιλος [aeriostróvilos] ο,
- gas turbine
[cpd w. στρόβιλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αεριοσωλήνας [aeriosolínas] ο,
- gas pipe
[fr kath αεριοσωλήν, cpd w. σωλήν]