Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αέριον το· αέρι· αέριν.
  • Eλαφριά πνοή ανέμου, αεράκι:
    • έχεις τον Eύρον πνέοντα γλυκερόν αέριον (Δούκ. 1974).

[<ουσ. αέρας + κατάλ. ιον ή το ουδ. του επιθ. αέριος ως ουσ. (πιθ. αντί αέριον πνεύμα· πβ. και νεότ. ουσ. αέριο, Θαβώρης 1969: 95). O τ. ι και σήμ. O τ. ιν και σήμ. κυπρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες