Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αέρινος -η -ο [aérinos] & αγέρινος -η -ο [ajérinos] Ε5 : 1.που μοιάζει με τον αέρα1, που έχει κάποια από τις ιδιότητές του· σχεδόν άυλος, διαφανής, ελαφρός, λεπτός: Aέρινες σκιές. Aέρινο κορμί. ~ κι άπιαστος σαν καπνός. Aέρινο νυφικό πέπλο. Aέρινα υφάσματα, μουσελίνες και μετάξια. Στο βάθος του ορίζοντα ξεχώριζαν ανάλαφρες κι αέρινες οι γραμμές των βουνών. 2. αεράτος: Είχε τρόπους λεπτούς, αέρινους. Aέρινες κινήσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀέρινος· ανάπτ. μεσοφ. [γ] κατά το αέρας > αγέρας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αερινός, -ή, -ό [aerinós] (& αγερινός)
- ① well-ventilated, airy (syn in αερικός 1):
- αερινό νησί, αερινό χωριό
- ⓐ exposed to the air (syn αεριζόμενος):
- αερινά να 'ναι τα ψωμιά, για να μη μουχλιάσουν
- ② light, very thin (syn in αερικός 2):
- αγερινό φουστάνι, δίχτυ |
- poem ... κ' ήμουν σάμπως | να 'χα φτερά, κορμάκι αερινό (Malakasis) |
- λιγάκι ψήλος αερινό, μια στάλ' ανάσα αγκομαχώ! (Varnalis)
[der of αέρας w. suff -ινός]
- ① well-ventilated, airy (syn in αερικός 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αέρινος, -η, -ο [aérinos] (& αγέρινος)
- ① of air, like air, airy, ethereal, fine (syn in αερικός 2):
- αέρινες σκιές |
- αέρινα φαντάσματα airy phantoms |
- τα βουνά με τ' αγέρινα περιγράμματα (Panagiotop) |
- αέρινα βουνά, αέρινο δάσος |
- δέντρα αέρινα |
- το αέρινο πανόραμα της Aθήνας (Theotokas) |
- αέρινη μορφή, αέρινη ομορφιά |
- η αέρινη εικόνα της κοπέλας |
- αέρινο κορμί |
- λεπτό, αγέρινο σώμα |
- λεπτές, αιθέρινες, αγέρινες ... γυναίκες (PGlezos) |
- ελαφρή, αέρινη κίνηση |
- ευκίνητα, αέρινα χέρια |
- λεπτή αέρινη μύτη (TAthanasiadis) |
- αέρινη ποίηση και ώριμος στοχασμός |
- μια ποίηση αέρινη, άπιαστη, σαν καπνός (Theotokas) |
- αέρινη προοπτική aerial perspective |
- έβλεπε να πλέκεται με χρώματα αέρινα η φαντασμαγορία των αειπαρθενικών ονείρων (Nirvanas) |
- η "Θεοτόκος" (του Γκρέκο), ωχρή, αέρινη με τα μαύρα μάτια, τη λεπτή μύτη και το βυσσινί στόμα (Papantoniou) |
- θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους (Karyotakis) |
- (η σειρά των προβούνων) γίνονται ανάλαφρα, δροσερά και αέρινα πέπλα από τριανταφυλλιάν άχνη (Myriv) |
- (το βουνό Όλυμπος) γεμίζει με την αγέρινη παρουσία του τα δυτικά του νησιού (Panagiotop) |
- η αέρινη ελαφρότητα ... χαρακτηρίζει τον εύκολο μύθο του ονείρου (Papanoutsos) |
- το κωδωνοστάσιο του Tζιόττο γοητεύει με την αέρινη χάρη της σιλουέτας του (KParaschos) |
- έφτιαχναν τα χέρια του αέρινους κύκλους (Plaskovitis) |
- η φανταιζί (προσδίνει) αέρινη υπόσταση στα πλάσματά της (Thrylos) |
- poem ίσως του 'μεινε ως εκεί | η αέρινη αγκαλιά του | σαν πρωτύτερα ανοιχτή! (Solom) |
- κι ο ελεφαντένιος ο Yμηττός κ' η αγέρινη Πεντέλη (Palam) |
- (κ' η Aθήνα) αναζούσε | στ' αγέρινο, αλαφρό περπάτημά του (Sikel) |
- τρεχαντηράκια αγέρινα με τα πανιά σκισμένα (Porphyras) |
- ω αέρινε λαμπρέ ουρανέ, φωτοπλημμυρισμένε (Malakasis) |
- Aμαδρυάδες αέρινες κι αρμονικοί Aιγιπάνες (Skipis) |
- στο χέρι πήρ' η Άνοιξη αέρινα πινέλα (Karyotakis)
- ② thin, light, transparent (syn in αερικός 2):
- ~ πέπλος, αέρινο νυφικό, αέρινο φουστάνι |
- λεπτά αέρινα υφάσματα, όπως η μουσελίνα, τα μετάξια (Tachydromos) |
- δυο λεπτά κεντητά κουρτινάκια, σχεδόν αέρινα (PGlezos) |
- poem την Eυτυχία αν προσμένης, τη νεράιδα | με τη λευκήν αέρινη στολή (Dafnis)
[fr AG ἀέρινος]
- ① of air, like air, airy, ethereal, fine (syn in αερικός 2):