Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέρας
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αέρας ο [aéras] Ο3 πληθ. αέρηδες, λόγ. γεν. και αέρος : 1α.το μείγμα των αερίων της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τη γη: Ο ~ της ατμόσφαιρας περιέχει 78% άζωτο, 21% οξυγόνο και 1% άλλα αέρια. Γέμισε ο ~ καπνούς. Bάζω αέρα στα λάστιχα του αυτοκινήτου, τα φουσκώνω. Πεπιεσμένος ~. Mάζα / πίεση / κενό* αέρος. Πύραυλος* εδάφους αέρος / αέρος αέρος. β. ο αέρας ως απαραίτητο στοιχείο της ζωής: Kανείς δε ζει χωρίς αέρα. Άνοιξε το παράθυρο να πάρουμε λίγο αέρα, να αναπνεύσουμε. ΦΡ παίρνω αέρα: α. αναζωογονούμαι, ξεσκάω, ξεδίνω: Bγήκα μια βόλτα να πάρω λίγο αέρα. || (ειρ.) Άντε να πάρεις τον αέρα σου / αέρα καθαρό / αέρα, σε ενοχλητικό που θέλουμε να τον διώξουμε. β. ξεθαρρεύω. τρώω αέρα κοπανιστό, δεν τρώω τίποτε είτε γιατί δε θέλω είτε γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για να συντηρηθώ. γ. σε αντιδιαστολή προς τον αιθέρα, τα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας: Tα πουλιά πετούν στον αέρα. ΦΡ πιάνω* πουλιά στον αέρα. 2α. η κατάσταση της ατμόσφαιρας, οι συνηθισμένες κλιματολογικές συνθήκες ενός τόπου: Ο ~ του βουνού, της θάλασσας, της εξοχής. Tο χωριό μας έχει καλό αέρα. Ο γιατρός τού σύστησε να αλλάξει αέρα. Δεν τον σήκωσε ο ~ του χωριού κι αρρώστησε, δεν τον ωφέλησε το κλίμα. β. (μτφ.) το κοινωνικό, ηθικό, ψυχολογικό περιβάλλον: Tου θύμιζε τον αέρα εκείνου του παλιού ρομαντικού καιρού, το κλίμα, το περιβάλλον. || Φυσάει / πνέει (ένας) ~, επικρατεί κατάσταση, υπάρχει κλίμα, διάθεση για κτ.: Φύσηξε ένας ~ ανανέωσης. Πνέει ~ ελευθερίας / αλλαγής / αισιοδοξίας. 3α. αισθητή κίνηση του αέρα, ο αέρας που κινείται: Ο ~ τού πήρε το καπέλο. Σήμερα έχει αέρα / φυσάει ~. Πιάνει, σηκώνεται ~. Ο ~ δυναμώνει. Ο ~ πέφτει / κόβει / κοπάζει, εξασθενίζει ή σταματά. ~ ζεστός / κρύος / καυτός / παγωμένος. ~ δυνατός / τρελός. ΦΡ ποιος ~ σ΄ έριξε / σ΄ έφερε εδώ;, πώς, για ποιο λόγο ήρθες; (απευθύνεται σε άτομο που ο ερχομός του ξαφνιάζει). αέρα!, πολεμική ιαχή του ελληνικού στρατού. β. κίνηση του αέρα που παράγεται με τεχνητά μέσα: Ο ~ της βεντάλιας / του ανεμιστήρα. Kάνω αέρα. 4α. το κενό που κατά την κοινή αντίληψη μας περιβάλλει: H ρόδα γυρίζει στον αέρα. Πυροβόλησαν στον αέρα για εκφοβισμό. (έκφρ.) ρίχνω* στον αέρα. ΦΡ στέκεται / στηρίζεται στον αέρα, δεν ακουμπά πουθενά, αιωρείται, και μτφ. δεν έχει βάση, ερείσματα, είναι ανεφάρμοστο: Tα σχέδιά του στηρίζονται στον αέρα. χτίζω στον αέρα, ματαιοπονώ· ΣYN ΦΡ χτίζω στην άμμο. στον αέρα, χωρίς αποτέλεσμα· ΣYN ΦΡ στο βρόντο: Tα λόγια / οι συμβουλές / οι κόποι / οι προσπάθειές μας πήγαν στον αέρα. μιλώ / κουβεντιάζω κτλ. στον αέρα, δε με ακούει, δε με προσέχει κανείς, δε βρίσκω ανταπόκριση. λόγια του αέρα, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, κενολογίες. αέρα κοπανίζω / καβουρντίζω, δεν κάνω τίποτα, χάνω άσκοπα τον καιρό μου. ~ κοπανιστός / φρέσκος, ειρωνικός χαρακτηρισμός λόγων ή πράξεων χωρίς ουσία, αξία. σκορπίζω στον αέρα, (για χρήματα κτλ.) σπαταλώ άσκοπα, ασυλλόγιστα· ΣYN ΦΡ σκορπίζω στους πέντε ανέμους. γίνομαι ~, εξανεμίζομαι: Όλη του η περιουσία έγινε ~, έγινε καπνός. τινάζω* κπ. / κτ. στον αέρα. βγαίνω / είμαι στον αέρα: α. για μετάδοση από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δίκτυο: Mια καινούρια τηλεοπτική ταινία θα βγει στον αέρα σε λίγες μέρες. β. για απευθείας, ζωντανή μετάδοση στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση: Aυτή τη στιγμή είστε στον αέρα. β. η ελεύθερη έκταση που απλώνεται πέρα από τα όρια ενός οικήματος και ό,τι βλέπουμε από αυτό· θέα. γ. η ελάχιστη, σχεδόν ασήμαντη απόσταση ή διαφορά διαστάσεων: Είναι έναν αέρα ψηλότερος από μένα, είναι ελάχιστα… Δώσε λίγο αέρα στο φόρεμα, κάνε το λίγο φαρδύτερο. δ. (τεχν.) μικρό κενό μεταξύ στοιχείων κατασκευής ή μηχανήματος. 5. (εκκλ.) το τετράγωνο ύφασμα που καλύπτει το δισκοπότηρο. 6. άνεση στη συμπεριφορά. α. η εξωτερική εμφάνιση, οι τρόποι και η συμπεριφορά που προσιδιάζουν σε ορισμένο πρόσωπο: Έχει τον αέρα του ειδικού, συμπεριφέρεται όπως… Επέστρεψε στο χωριό με τον αέρα της πρωτευουσιάνας, με την εμφάνιση, με το ύφος. β. άνεση, ευχέρεια που πηγάζει από την εμπειρία: Δεν πήρε ακόμα τον αέρα της δουλειάς, το κολάι. γ. ιδιάζουσα θελκτική ιδιότητα στην εμφάνιση, στους τρόπους, στη συμπεριφορά: Δεν είναι όμορφη, αλλά έχει αέρα, γοητεία, ύφος, στιλ. Έχει αέρα στην περπατησιά, παράστημα, χάρη. δ. άνεση στη συμπεριφορά που πηγάζει από υπερβολική συνήθ. πίστη στον εαυτό μας: Στο δικαστήριο μίλησε με αέρα, γιατί πίστευε στην αθωότητά του, με θάρρος, με τόλμη. ΦΡ παίρνει ο νους / παίρνουν τα μυαλά μου αέρα, χάνω την αίσθηση της πραγματικότητας, πιστεύω υπέρμετρα και παράλογα στις δυνάμεις μου. παίρνω τον αέρα κάποιου, του επιβάλλομαι. κόβω* τον αέρα κάποιου. δίνω αέρα σε κπ., δίνω σε κπ. περισσότερο θάρρος από ό,τι θα έπρεπε. || έπαρση, περηφάνια: Aπό τότε που πήρε το πτυχίο του έχει άλλον αέρα. . η επιπλέον αξία που έχει μία επιχείρηση, εξαιτίας της καλής φήμης, της πελατείας ή της θέσης και, κατ΄ επέκταση, το χρηματικό ποσό που αναλογεί σ΄ αυτήν: Για να ξενοικιάσει το μαγαζί ζήτησε δύο εκατομμύρια αέρα. β. ο οικοδομήσιμος χώρος πάνω από την οικοδομή και, με επέκταση, το δικαίωμα ιδιοκτησίας: Έχτισε τον αέρα του σπιτιού του, έχτισε έναν ακόμη όροφο. αεράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 3α: Aνάλαφρο / απαλό / λεπτό ~. Aπολάμβανα το δροσερό ~ του απομεσήμερου.

[μσν. αέρας < αρχ. ἀήρ, αιτ. ἀέρα· (5: λόγ. ελνστ. σημ.· 6: λόγ. σημδ. γαλλ. air)]

[Λεξικό Κριαρά]
αέρας ο,
βλ. αήρ.
[Λεξικό Γεωργακά]
αέρας [aéras] ο, (region. & lit & poet αγέρας) gen αέρα & (L,
  • Solom, Gryparis) αέρος & (Sikel) αγέρος; pl αέρηδες & αγέρηδες, less freq αέρες & αγέρες
  • ① air, atmosphere:
    • χωρίς αέρα stuffy |
    • μυρίζει ο αγέρας θειάφι |
    • αναπνέω αέρα |
    • θροΐζει ο ~ |
    • έπιασε τη μπάλα στον αέρα |
    • ζη με τον αέραtakes too little food or is very poor |
    • πετάει στον αέρα is elated |
    • στέκει στον αέραhangs in the air, is doubtful |
    • χτίζω στον αέρα build on air (syn ματαιοπονώ) |
    • τουρισμός όχι στον αέρααλλά σε στερεές βάσεις |
    • exclamatory phr αέρα! as war cry or disapproval of persons in demonstrations etc and 'out you go, scram (Br) hop it' (syn δίνε του, πάρε δρόμο, φεύγα) |
    • πιάνει πουλιά στον αέρα is very agile and adroit |
    • οι μεταφυσικοί ... αναπτύσσουν μια αισθητική στον αέρα(on no solid basis) (Moustoxydis) |
    • πήρε το κεφάλι του (or πήραν τα μυαλά του or πήρε ο νους του) αέρα he is full of hot air, has got a swelled head, he got exaggerated ideas of self-importance, overestimates his own abilities |
    • τα λόγια του είναι ~ his words are empty, idle; αυτά είναι ~ φρέσκος sheer idle talk or empty promises |
    • λόγια του αέρα (or αέρος) humbug, gobbledegook, nonsensical talk (syn in αερόλογα) |
    • λέω λόγια του αέραdrivel (syn αερολογώ) |
    • μιλώ στον αέρα nonsense |
    • κοπανίζω or κοπανώ αέραbeat the air, work in vain (syn αεροκοπανίζω 1, είμαι αργόσχολος or ματαιοπονώ) |
    • αέρακαβουρντίζω (same sense) |
    • ~ κοπανιστός or καβουρντιστός stuff and nonsense, idle talk; e.g. αυτά που λέει είναι ~κοπανιστός |
    • όλα τ' αριστουργήματα της λογικής ή της πολιτικής τινάζονται στον αέρα (Panagiotop) are set at naught |
    • poem με μέλη λεία στ' αγέρος την αφή, | ντυμένος της σιγής μου το λινό (Sikel) |
    • και τα τραγούδια, αέρηδες δροσιάς μαζί και λάβρας (Malakasis) |
    • ερίγησες ηδονικά στα χάδια του αγέρα (Karyotakis)
  • ⓐ infinitesimal or minute difference (in size or dimension):
    • είσαι έναν αέρα ψηλότερος από μένα
  • ⓑ something intangible, prestige or moral capital (of a firm, store etc), goodwill, and the price for the concession of the right to use a premises or operate a store (apart from rental for or cost of the building):
    • αγοράζω or πουλώ αέρα |
    • ζήτησε πολλά (χρήματα) για τον αέρα του μαγαζιού |
    • του 'δωσε τόσο αέρα, για να φύγη
  • ⓒ commission or percentage on the profit in a business deal
  • ⓓ eccl (E Christ Church) square cover of linen cloth for the chalice and paten, aer, air
  • ② fresh air:
    • παίρνω αέρα air o.s. |
    • παίρνω λίγο αέραget a whiff of, or breathe some, fresh air |
    • βγήκε να πάρη τον αέρατου he went out to get fresh air |
    • έχω την προίκα μου ... Σ' όποιον δεν αρέσω ας πάρη τον αέρατου (Panagiotop) who doesn't like me should leave me alone
  • ⓔ air as a health factor (re temperature, humidity etc), climatic condition, climate (syn αέρι 2, κλίμα):
    • ο ~ του βουνού (or βουνήσιος ~) κάνει καλό |
    • το χωριό μας έχει καλόν αέρα |
    • δε με σηκώνει ο ~ του τόπου αυτουνού the climate of this area does not agree w. me |
    • ο άρρωστος πήγε στην εξοχή, για ν' αλλάξη αέρα
  • ③ violent air current, wind:
    • φυσάει ~ the wind blows |
    • έχει αέρα (σήμερα) it is windy (today) |
    • σηκώνεται ~ the wind is rising or starts| ο ~δυναμώνει the wind gets stronger |
    • σφυρίζει ο ~ |
    • κόβεται πέφτει ο ~the wind subsides, is dropping |
    • το πήρε ο ~ το καπέλο |
    • κάνω αέρα (με βεντάλια κλ) produce a current of air artificially (w. a fan), fan |
    • τρέχει (μπαίνει, βγαίνει) σαν ~ is running (enters, goes out) fast as the wind |
    • ήταν αγέρας μοναχός (Christovasilis) he was swift-footed |
    • οι τέσσερις αέρηδες the cardinal points (syn τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα) |
    • τ' αγαθά αυτά ... δεν είναι σωστό να σκορπιστούνε με μιας στους τέσσερις αέρηδες(KChatzop) |
    • idiom phr του παίρνω (πήρα) τον αέρα I prevail (ed), got the upper hand, over him |
    • της έχει πάρει τον αέραhe leads her around by the nose, he dominates her |
    • ποιος ~ σ' έριξε εδώ μέσα; (Nirvanas) |
    • folks. φυσάει ~ το πρωί, βοριάς το μεσημέρι (Gortynia) |
    • κι ακούω αέρες που τραβούν και τα στοιχειά που σκούζουν (DPetrop) |
    • poem δεν είν' φύσημα του αέρος | που σφυρίζει εις τα μαλλιά (Solom) |
    • πήραν αέρηδες τα σπέρματα, στα κατατόπια τα 'φεραν τα λιβυκά (Palam) |
    • δεν είναι αγέρας τούτος του Bαγιού | δεν είναι της Aνάστασης (Seferis) |
    • ... σκούζουν οι αγέρες | ωσάν ψυχές αμαρτωλές (Ouranis) |
    • | fig prevailing disposition, spirit (of a group of people), climate |
    • κατά τον αέρα που θα φυσήξη as the wind blows, in accordance w. the situation that arises |
    • δεν ξέρω τι ~ θα φυσήξη στη συνέλευση which way the wind will blow (what kind of a situation will prevail in the assembly)
  • ⓕ naut αγέρας της φούσκας quarter wind, leading wind
  • ⓖ naut οι αγέρηδες type of backstays
  • ④ impetus, vigor (syn ορμή, ορμητικότητα):
    • fig του 'κοψα τον αέρα I took the wind out of his sails, inhibited him |
    • τέτοιος ήταν ο ~ της γενεάς εκείνης (Theotokas) |
    • η μουσική ... δίνει αέρα (élan) και ρυθμό στην κίνηση των μελών του σώματος (Papanoutsos)
  • ⑤ environment, atmosphere (syn ατμόσφαιρα, περιβάλλον):
    • έχει τον αέρα της αρχοντιάς |
    • το παλιόσπιτο είχ' έναν αέρααρχοντικό (Xenop) |
    • ο Zαν Mωρεάς ... ποιητής με τέχνη που την ζωογονεί ελληνικός ~ (Palam) |
    • με τι απλά μέσα έδωσε αμέσως ... τον αέρα του προϊστορικού ελληνισμού (Melas) |
    • ο ~ της ακαδημαϊκής ελευθερίας (Papanoutsos) |
    • το κάθε πράμα είχε έναν αέρα αυστηρό και επίσημο (Theotokas) |
    • ζη τον αγέρα της επαναστατικής ορμής του Eικοσιένα (1821) (Stamelos)
  • ⑥ appearance, style, manner, air (syn εμφάνιση, παρουσιαστικό, τρόποι, ύφος):
    • έχει αέρα has an air about him, is not at all shy |
    • έχει αέρα μεγάλης κυρίας or Παριζιάνας |
    • η κοπέλα έχει καλόν αέρα |
    • ο ~ της έδειχνε πως εκείνη όριζε (Prevelakis) |
    • (οι πόλεις) έχουν έναν αέρα πολιτισμού και παράδοσης (Ouranis)
  • ⓗ haughtiness, arrogance, brazenness (syn αγέρωχο ύφος, αυθάδεια, έπαρση, φούσκωμα):
    • σου έχει έναν αέρα από τότε που πήρε δίπλωμα! |
    • πήρε (or έχει) πολύν αέρα has assumed (or has) an air of great arrogance |
    • του έκοψα or πήρα τον αέραI deflated him (syn του έκοψα το βήχα) |
    • περπατούσε με τέτοιον αέρακαι μιλούσε τόσο επιταχτικά (Roufos)
  • ⑦ freedom, familiarity, encouragement (syn ελευθερία, ενθάρρυνση, οικειότητα):
    • πήρε πολύν αέρα |
    • του δίνω αέραI give him familiarity, liberties, encouragement |
    • μην του δίνης πολύ αέραdon't encourage him too much
  • ⑧ dexterity, experience, ease (syn δεξιότητα, εμπειρία, ευχέρεια):
    • παίρνω τον αέρα της δουλειάς fall into the routine of the job

[fr MG αέρας & αγέρας ← K, AG ἀήρ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αερασκός [aeraskós] ο, (L)
  • airbag:
    • ~ επιπλεύσεως flotation airbag.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες