Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αέναα [aénaa] adv
- perpetually, ceaselessly, endlessly:
- τον οραματίζεται (sc το Xαμένο Παράδεισο) και ~τείνει προς αυτόν η ... ανθρωπότητα (Theotokas) |
- το πρόβλημα της ελευθερίας τοποθετείται ~μέσα στη συνείδηση των αρχαίων Eλλήνων (Panagiotop) |
- ολοένα κάτι πεθαίνει και κάτι ~εκκολάπτεται και γεννιέται (Karantonis) |
- το ανθρώπινο πνεύμα, ..., τολμηρό και ακάματο αναμοχλεύει τα ~ μέγιστα προβλήματα (Despotop) |
- poem και στήνει ~ γύρω μου | ως προχωρώ | μυθώδους πλούτου | σκηνικά (Engonop) |
- καθώς η μέρα με τη νύχτα | παίζουν ~τοκρυφτό
[fr n pl of αέναος]
- perpetually, ceaselessly, endlessly: