Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αΐδιος, -α, -ο [aí∂ios]
- everlasting, perpetual, eternal (syn αδιάλειπτος, αιώνιος, παντοτινός):
- αΐδιο ιδανικό |
- αΐδια ευγνωμοσύνη eternal gratitude |
- ο Θεός είναι ~ (Lambridi) |
- αΐδιες ουσίες |
- η φύση είναι "ον αΐδιον" χωρίς γένεση (Georgoulis) |
- (τον κάνουν) να γνωρίση ό,τι είναι αθάνατο, ό,τι είναι αΐδιο (Michelis) |
- καταργώντας ... τα παλιά καιρικά σχήματα συγκαταργούν και τις αΐδιες μορφές που ενυπήρχαν σε κάθε τέχνη (Tsatsos)
[fr K, PatrG ἀΐδιος← AG]
- everlasting, perpetual, eternal (syn αδιάλειπτος, αιώνιος, παντοτινός):