Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίσως [ísos] επίρρ. διστ. : πιθανό να
, ενδέχεται να
, μπορεί να
: Aς προσπαθήσουμε ακόμα λίγο· ~ βρούμε μια καλύτερη λύση. Σε ρωτώ, γιατί ~ (να) έχεις ακούσει κάτι. || ~ ναι, ~ όχι, ως απάντηση που δείχνει ενδοιασμό, επιφύλαξη. || (προφ.) όταν ~ / αν ~, λέγεται όταν ο ομιλητής θέλει να τονίσει ότι θεωρεί κτ. ως ελάχιστα πιθανό ή και απίθανο: Όταν ~ γίνουν όλα αυτά, τότε τα ξαναλέμε.
[λόγ. < αρχ. ἴσως]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσως, επίρρ.· ισώς.
-
- 1) Εξίσου, ομοίως:
- Ου πρέπει σε, καλή αδελφή, να κάθεσαι μετ’ έμας, ίσως ωσάν εμάς τες δύο, όπου είμεσταν ροΐνες (Χρον. Μορ. H 6035).
- 2) Ίσια:
- τρέχειν ίσως ώρμησε (ενν. ο μύρμηκας) τοις ισχυροίς θηρίοις (Προδρ. IV 17).
- 3)
- α) Πιθανόν, ενδεχομένως:
- (Καλλίμ. 257)·
- β) μήπως:
- του Θεού να δεηθεί, ίσως και βοηθήσει (Θρ. πατρ. O 11).
- α) Πιθανόν, ενδεχομένως:
[αρχ. επίρρ. ίσως. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξίσου, ομοίως: