Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίσον το [íson] Ο (άκλ.) : μαθηματικό σύμβολο (=) που δηλώνει μια σχέση απόλυτης ισότητας και ισοδυναμεί με τις φράσεις “είναι ίσο με”, “ισούται με”: Πέντε συν ένα ~ έξι.
[λόγ. < αρχ. ἴσον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ἴσος `με ίσες αναλογίες΄ σημδ. γαλλ. égal]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισονομία η [isonomía] Ο25 : (δίκ.) η ισότητα των πολιτών ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους· ισότητα· (πρβ. ισοπολιτεία): H απονομή τίτλων ευγένειας ή διάκρισης αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισονομίας.
[λόγ. < αρχ. ἰσονομία `ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων΄ (περίπου αντίστοιχο του σημερινού όρου δημοκρατία)]