Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίσκιωμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίσκιωμα το [ískoma] Ο49 : μέρος που έχει σκιά (συνήθ. από δέντρα), σκιερό μέρος· ισκιάδα, ίσκιος, σκιά: Bαδίζαμε κάτω από τον καυτό ήλιο, κι ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα ~ να ξαποστάσουμε.

[ισκιώ(νω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες