Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίσκα η [íska] Ο25α : εύφλεκτο υλικό (φιτίλι για τσακμάκι) που το παρασκεύαζαν, παλαιότερα, από ορισμένο μύκητα των δέντρων.
[μσν. ίσκα < ελνστ. *ἤσκα (προφ.: [ε:ska] ) < λατ. esca]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσκα η· ίσχα.
-
- Είδος μύκητα για προσάναμμα:
- Το χιόνι ν’ άψει δύνεται σαν ίσκα η ομορφιά σου (Κατζ. Β´ 179).
[<λατ. esca. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- Είδος μύκητα για προσάναμμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- Ισκαριώτης ο· ’Σκαριώτης.
-
- Επώνυμο του μαθητή του Χριστού Ιούδα:
- (Ντελλαπ. Στ. θρην. 50).
[μτγν. εθν. Ισκαριώτης. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Επώνυμο του μαθητή του Χριστού Ιούδα: