Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίσιωμα το [ísxoma] & ίσωμα το [ísoma] στη σημ. 2 Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ισιώνω. 2. τμήμα εδάφους οριζόντιο, επίπεδο και ομαλό· ισιάδα, πλάτωμα: Έπεσε στο ~.
[ισιώ(νω) -μα· ισώ(νω) -μα < αρχ. ἰσ(ῶ) -ώνω ή < ισιώνω με αποβ. του [i] ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]