Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσιος, επίθ.· ίσος.
-
- 1) Ευθύς:
- ίσια και δασερά δεντρά (Κυπρ. ερωτ. 1127).
- 2) Λυγερός:
- με βοσκοπούλες ίσες (Γύπ. Πρόλ. θεάς 48).
- 3) Ισόποσος, ισομεγέθης:
- τας ίσας δραχμάς (Ορνεοσ. 52427)·
- μαλλιά χρυσαφωτά, ίσα της ηλικιάς της (Βέλθ. 688).
- 4) Αντάξιος:
- άλλη κιαμιά στη φρόνεψη ίσια τση δεν εγίνη (Ερωτόκρ. Α´ 36 κριτ. υπ).
- 5) Νόμιμος:
- επερίλαβες το κουβέρνον κατά το ίσον δίκαιον (Μαχ. 30612).
- 6) Ειλικρινής:
- δούλε του Θεού, ίσε και μπιστεμένε (Θυσ. 3).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Ευθύτητα· δικαιοσύνη:
- το ίσον και το μέτριον να μη το παραδράμεις (Ιστ. Βλαχ. 1608).
- 2) Αντίγραφο (επίσημου εγγράφου):
- τούτου του πιττακίου κρατούμεν το ίσον διά μαρτυρίαν (Βησσ., Επιστ. 3719).
- 1) Ευθύτητα· δικαιοσύνη:
- Το έναρθρ. ουδ. ως επίρρ. = εξίσου:
- πρέπει το ίσο να κρίνουν τον μέγα και τον μικρόν (Ασσίζ. 2824).
[<αρχ. επίθ. ίσος. Η λ. και ο τ. (Somav.) και σήμ.]
- 1) Ευθύς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίσιος -α -ο [ísxos] Ε4 : (πρβ. ίσος, από το οποίο πρέπει κανονικά να διακρίνεται) ευθύς. 1α. που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες: Ίσια γραμμή, ευθεία (σε αντιδιαστολή προς την τεθλασμένη ή την καμπύλη) ή, συνηθέστερα, η ευθεία που χαράζεται με κανόνα (σε αντιδιαστολή προς τη στραβή). β. που εκτείνεται κατά την έννοια της ευθείας γραμμής: Ο ~ κορμός του κυπαρισσιού. Πολύ ~, ολόισιος. Ίσια μύτη. ANT στραβή, γαμψή. Ίσια πόδια. ANT στραβά. Ίσιο κορμί, ευθυτενές. || Ίσια επιφάνεια, επίπεδη και ομαλή. ANT ανώμαλος, κοίλος, κυρτός. || ~ δρόμος, ευθύς ή σε οριζόντιο επίπεδο και ομαλός, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ηθική ζωή ή τη ζωή που είναι σύμφωνη με τους κοινωνικούς κανόνες: Bαδίζω / παίρνω τον ίσιο δρόμο. Bάζω κπ. στον ίσιο δρόμο. Ύστερα από πολλές περιπέτειες τελικά μπήκε στον ίσιο δρόμο. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που συμπεριφέρεται προς τους άλλους με έναν απόλυτα ειλικρινή και έντιμο τρόπο· ειλικρινής και έντιμος· ντόμπρος. (επιρρ. έκφρ.) στα ίσια, χωρίς περιστροφές, χωρίς υπονοούμενα ή υπεκφυγές· καθαρά, ευθέως: Tον κατηγόρησε στα ίσια. Άσε τα πολλά λόγια και πες μου στα ίσια τι ζητάς.
ίσια ΕΠIΡΡ α. σε ευθεία γραμμή, χωρίς καμπύλες, γωνίες κτλ.: Kόβω κτ. ~. β. σε ευθεία γραμμή, κατεύθυνση, κατευθείαν: Kοίτα ~ μπροστά σου. [μσν. ίσιος < ισ(άζω) -ιος, κατά τα επίθ. σε -ιος]