Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ίσια, επίρρ.· ίσα· ίχια.
-
- 1)
- α) Ίσα, εξίσου:
- Ίσια να έχεις τους πτωχούς, ίσια και τους πλουσίους (Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 83)·
- β) όμοια, κατά τον ίδιο τρόπο:
- σαν όφης πλέον μανιώνεται κι ωσάν οχία ίσια (Βεντράμ., Γυν. 70).
- α) Ίσα, εξίσου:
- 2) Μέχρι, ως:
- τα μαλλιά της έως κάτω ήσαν ίσια με την γην (Διγ. Άνδρ. 37514).
- 3) Ακριβώς, κατευθείαν:
- Ηύρηκε τον Αντρόμαχο ίσα στο κούτελόν του (Ερωτόκρ. Β´ 1637).
- 4) Σε ευθεία γραμμή:
- όταν εφονεύθηκε, τότε απλώθη ίσια (Αιτωλ., Μύθ. 699).
- 5)
- α) Δίκαια, σωστά:
- Ουδέ στρεβλήν καρδιάν ποτέ ίσια μπορεί να κρένει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [742])·
- έκφρ. ίσια και ίσια = δίκαια:
- (Βαρούχ. 23119)·
- β) (μεταφ.) στον ίσιο δρόμο:
- τα χάδια να σκολάσουσι (ενν. οι κορασές), … να πορπατούσιν ίσα (Πανώρ. Α´ 448).
- α) Δίκαια, σωστά:
[<επίθ. ίσιος. Ο τ. ίχια σήμ. κυπρ. (Λουκάς 170). Η λ. (Du Cange) και ο τ. ίσα και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισιάδα η [isxáδa] Ο26 : α. τμήμα εδάφους οριζόντιο, επίπεδο και ομαλό· ίσιωμα, πλάτωμα: Kατασκήνωσαν σε μια μικρή ~. || για δρόμο ευθύ, οριζόντιο και ομαλό. β. σε ~, σε ευθεία γραμμή: Φέρνω / βάζω κτ. σε ~, σε ευθεία γραμμή, ή το ευθυγραμμίζω.
[ίσι(ος) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισιάδι το· ισάδι.
-
- α) Μέρος οριζόντιο και επίπεδο, ίσιωμα:
- δεν έμεινεν λίθος επί λίθον και ήτον όλον ισάδι (Συναδ. φ. 40v)·
- β) ίσιος, ομαλός δρόμος:
- να υπαγαίναμεν αποκάτω από την παραθαλασσίαν, οπού είναι ισιάδι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 243r).
[<επίθ. ίσιος + κατάλ. ‑άδι. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- α) Μέρος οριζόντιο και επίπεδο, ίσιωμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισιάζω [isxázo] Ρ2.3α : ευθυγραμμίζω ή ισιώνω: Ίσιαζε το κορμί σου.
[μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισιάζω· εσιάζω· ισάζω· ’σάζω· σιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1) Ισιώνω:
- Εδά ’ν’ το ξύλο δροσερό και ’σάζεις το, α θελήσεις (Ερωτόκρ. Γ´ 279).
- 2)
- α) Εξομαλύνω, ισοπεδώνω (δρόμο, κλπ.):
- εσάσαν τες στράτες (Βουστρ. 8211)·
- β) (μεταφ.) συγκρίνω, παρομοιάζω:
- με το φέγγος την ισάζει (ενν. ο στρατιώτης το κοράσιον) (Λίβ. Sc. 827)·
- γ) (προκ. για λόγια) «ταιριάζω», προσαρμόζω:
- να ’σάζουσι τα λόγια τως στην ώρα και στη μέρα (Ερωτόκρ. Α´ 1904).
- α) Εξομαλύνω, ισοπεδώνω (δρόμο, κλπ.):
- 3)
- α) Τακτοποιώ:
- σιάζει το νιψίδι (Βεντράμ., Γυν. 184)·
- β) ρυθμίζω, κανονίζω, διευθετώ:
- μια μας δουλειά να ’σάσομεν (Φορτουν. Γ´ 117).
- α) Τακτοποιώ:
- 4) Συγκροτώ (στρατιωτική ομάδα):
- την στρατιά να σιάζουν (Αλεξ. 1122).
- 5) Συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω:
- εγύρεψε να μπει μέσον τους να τους ’σάσει (Μαχ. 44823).
- 6) Συμφωνώ, συνεννοούμαι:
- ουκ έσιαζαν να ποίσουν βασιλέα (Χρον. Μορ. P 929).
- 7)
- α) Επανορθώνω, αποκαθιστώ:
- είτι σφαλτόν και άσχημον ευρίσκεις να το ’σάζεις (Αχέλ. 62)·
- β) επιδιορθώνω, επισκευάζω:
- βιάζουνται τα τείχη για να ’σάζουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3036)·
- γ) «διορθώνω», τιμωρώ, σωφρονίζω:
- έσιασε τους κλέπτες (Byz. Kleinchron. A´ 58431).
- α) Επανορθώνω, αποκαθιστώ:
- 8) (Προκ. για στόχο) κατευθύνω:
- πού ’σιαξες την σαΐταν μου ’ς τέτοιον πικρόν σημάδι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1238]).
- 9) Ετοιμάζω:
- εκείνον (ενν. τον κίνδυνον) οπού λόγιασεν ο σκύλος να του ’σάσει (Αχέλ. 1663).
- 1) Ισιώνω:
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Ισιώνομαι:
- τα στραβοράβδια των υποκριτών, … αμήχανον έναι να ισάσουν ποτέ (Σοφιαν., Παιδαγ. 98)·
- β) εξισώνομαι:
- ο βασιλής και ο δούλος του, είς με τον άλλον σιάζει (Πένθ. θαν. 502).
- α) Ισιώνομαι:
- 2) (Προκ. για άνθρωπο) βελτιώνομαι, καλυτερεύω, διορθώνομαι:
- να ισάσει και να περπατήσει την ίσην στράταν της σωτηρίας (Βακτ. αρχιερ. 216).
- 3) Ισοσταθμίζω:
- οι δυο εσοπορπατούσασι, στη ζυγαράν εσάζα (Ερωτόκρ. Α´ 37).
- 4) Συμπίπτω:
- ’σάζουν … ο νόμος και η ασσίζα των Ιεροσολύμων (Ασσίζ. 42416).
- 5) (Απρόσ.) είναι βολικός, κατάλληλος:
- Γυρεύγει μόδο και καιρό και τόπο να του ’σάζει (Ερωτόκρ. Γ´ 723).
- 1)
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Τακτοποιώ την εμφάνισή μου, καλλωπίζομαι:
- σιάξου όμορφα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1510]).
- 2) (Προκ. για άνθρωπο) βελτιώνομαι, διορθώνομαι:
- εντέχεται να ’σασθεί και να σιμώσει πάσα καλής υπόθεσης (Ασσίζ. 2524).
- 3) Συμβιβάζομαι:
- να ’σαστούν με την ζωήν εκείνη; (Φαλιέρ., Ρίμ. 138).
- 4) Συμφιλιώνομαι, συνεννοούμαι:
- ισιάστη ο πρίγκιπας μετά τον βασιλέα (Χρον. Μορ. H 2624).
- 5) Συγκατανεύω:
- ως ευγενής και φρόνιμος ισιάστηκεν κι απήρεν εκείνην την πριγκίπισσαν (Χρον. Μορ. H 8076).
- 1) Τακτοποιώ την εμφάνισή μου, καλλωπίζομαι:
[<αρχ. ισάζω. Οι τ. ισάζω, ’σάζω (Meursius, ‑ειν) και σιάζω (Βλάχ.) και σήμ. Η λ. στο Meursius (‑άση) και σήμ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ισιασμός ο,
- βλ. ισασμός.