Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίριδα η [íriδa] Ο28 : 1. (φυσ.) το χρωματιστό τόξο που βλέπουμε να σχηματίζεται στον ουρανό ύστερα από βροχή, όταν βρισκόμαστε σε κατάλληλη θέση· ουράνιο τόξο: Tο οπτικό φαινόμενο της ίριδας. || Tα χρώματα της ίριδας, τα επτά κύρια χρώματα στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως· ηλιακό φάσμα. 2. το μπροστινό τμήμα του αγγειακού χιτώνα των ματιών μας, το οποίο περιβάλλει το άνοιγμα της κόρης και έχει διαφορετικό για τον καθένα μας χρώμα.
[λόγ.: 1: αρχ. rρις, αιτ. -ιδα· 2: ελνστ. σημ.]