Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίνδικτος η [ínδiktos] Ο36 : (σπάν.) η ινδικτιώνα.
[λόγ. < μσν. ίνδικτος < λατ. indict(us) ( [indíktus] ) -ος (σε υστλατ. σημ.) με μετακ. τόνου ίσως με βάση τη γεν.]