Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίκτερος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίκτερος ο [íkteros] Ο20α : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση του οργανισμού η οποία συνίσταται στην παρουσία ουσιών της χολής στο αίμα και στους ιστούς και κατά την οποία το δέρμα και οι βλεννογόνοι παίρνουν κίτρινο χρώμα· χρυσή: Mολυσματικός / αιμολυτικός / τοξικός / μηχανικός / ηπατικός ~.

[λόγ. < αρχ. ἴκτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες