Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ίδρυμα το [íδrima] Ο49 : οργανισμός που αποτελεί ιδιαίτερο νομικό πρόσωπο και έχει κάποιον κοινωφελή (φιλανθρωπικό, επιστημονικό κτλ.) σκοπό: ~ ιδιωτικού δικαίου (IΔ). ~ δημοσίου δικαίου (ΔΔ). Εκπαιδευτικό / φιλανθρωπικό ~. Aνώτατο εκπαιδευτικό ~ (AΕI), πανεπιστήμιο. || ~ Kοινωνικών Aσφαλίσεων (IKA).
[λόγ. < ελνστ. ἵδρυμα, αρχ. σημ.: `ναός, ιερό΄ & σημδ. αγγλ. institution, foundation, establishment, γαλλ. institution, fondation, établisse ment]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρυματισμός ο [iδrimatizmós] Ο17 : οι επιπτώσεις που έχει πάνω στο χαρακτήρα και στη συμπεριφορά των τροφίμων φιλανθρωπικού ή ειδικού ιδρύματος, η παρατεταμένη διαβίωσή τους μακριά από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον.
[λόγ. ιδρυματ- (ίδρυμα) -ισμός μτφρδ. αγγλ. institutionalism]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρυματοποίηση η [iδrimatopíisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ιδρυματοποιώ.
[λόγ. ιδρυματοποιη- (ιδρυματοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδρυματοποιώ [iδrimatopió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κπ. να περιέλθει σε κατάσταση ιδρυματισμού.
[λόγ. ιδρυματ- (ίδρυμα) -ο- + -ποιώ απόδ. αγγλ. institutionalize]