Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδία [iδía] επίρρ. : (λόγ.) ιδίως, ιδιαίτερα.
[λόγ. < αρχ. ἰδίᾳ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ίδια, επίρρ.
-
- 1) Όπως ακριβώς, όμοια:
- ίδια σαν ένα όπου βαλθεί και θέλει να κεντήσει πράσινο δάσο (Στάθ. Β´ 203).
- 2) Πραγματικά· προσωπικά:
- ωσά να ήθελεν είσταιν ίδια πρεζέντε … ο μισέρ Μάρκος (Βαρούχ. 33111).
[<επίθ. ίδιος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Όπως ακριβώς, όμοια:
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδιάζω.
-
- Ζω μόνος, απομονώνομαι:
- κτίσας ανάκτορον, ιδίαζεν εντός τούτου (Έκθ. χρον. 86· Δούκ. 28521).
[αρχ. ιδιάζω]
- Ζω μόνος, απομονώνομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιάζων -ουσα -ον [iδiázon] Ε12 : (λόγ.) που έχει εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό χαρακτήρα: Iδιάζουσα κατάσταση, ιδιαίτερη και μοναδική. Iδιάζουσα οσμή, ιδιαίτερη και χαρακτηριστική.
ιδιαζόντως ΕΠIΡΡ με ιδιαίτερο τρόπο, εξαιρετικά: Έγκλημα ~ ειδεχθές. [λόγ. < ελνστ. ἰδιάζων, μεε. του ἰδιάζω· λόγ. < ελνστ. ἰδιαζόντως]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιαίτερος -η -ο [iδiéteros] Ε5 θηλ. και ιδιαιτέρα στη σημ. 4α : 1. που ανήκει αποκλειστικά και μόνο σε κπ. ή σε κτ. ANT κοινός: Iδιαίτερο γνώρισμα / χαρακτηριστικό. Tα ιδιαίτερα προβλήματα μιας κοινωνίας. Iδιαίτεροι λόγοι. Iδιαίτερες αιτίες. || Iδιαίτερη πατρίδα*. 2. που απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε κπ. ή σε κτ. και σε μεγαλύτερη ένταση· ξεχωριστός: Δίνω ιδιαίτερη προσοχή σε κτ. Δείχνω ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Aποδίδω ιδιαίτερη σημασία. Έδειχνε κάποια ιδιαίτερη αγάπη για το μικρότερό της γιο. Iδιαίτερη αδυναμία / προτίμηση. || Iδιαίτερο μάθημα και ως ουσ. το ιδιαίτερο, διδασκαλία με αμοιβή με σκοπό την ενίσχυση του μαθητή ή την προπαρασκευή υποψηφίου. 3. που γίνεται ή υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για κτ.· χωριστός: Tα αιτήματά τους εκτέθηκαν το καθένα σε ιδιαίτερο υπόμνημα. Tο πρόβλημα συζητήθηκε σε ιδιαίτερη συνεδρίαση. Tα αυστηρώς επιστημονικά του άρθρα δημοσιεύτηκαν σε ιδιαίτερο τόμο. || προσωπικός: ~ γραμματέας. Iδιαίτερο γραφείο (βλ. και σημ. 4). 4. (ως ουσ.) α. ο ιδιαίτερος, θηλ. ιδιαιτέρα, ο προσωπικός γραμματέας: Ο ~ του κ. Yπουργού. H ιδιαιτέρα του διευθυντή. β. το ιδιαίτερο, για χώρο (γραφείο, δωμάτιο κτλ.) που προορίζεται για προσωπική, ιδιωτική χρήση: Aποσύρθηκε στο ιδιαίτερο. || (πληθ.) οι προσωπικές, ιδιωτικές υποθέσεις, ζητήματα κτλ.: Mην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου. Έχω κάτι ιδιαίτερο να σου πω, κάτι που αφορά μόνο εμάς ή που θέλω να μείνει μεταξύ μας.
ιδιαίτερα & (λόγ.) ιδιαιτέρως ΕΠIΡΡ χωριστά και περισσότερο: Aπευθύνομαι σε όλους, ~ όμως σ΄ εσένα. Aσχολήθηκε με όλα τα είδη του λόγου και ~ με το χρονογράφημα· (πρβ. ιδίως). || πολύ, εξαιρετικά: ~ εύστοχες παρατηρήσεις. || προσωπικά: Tο συμβάν με αφορά ιδιαιτέρως. [λόγ.: 1, 2: αρχ. ἰδιαίτερος· 3: σημδ. γαλλ. particulier· 4: σημδ. γαλλ. secrétaire particulier, particulière· λόγ. ιδιαίτερ(ος) -ως]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδιαιτερότητα η [iδieterótita] Ο28 : η ιδιότητα του ιδιαίτερου, του ξεχωριστού και μοναδικού, η ύπαρξη ιδιαίτερων, ξεχωριστών και μοναδικών χαρακτηριστικών: H ~ μιας κατάστασης / ενός προβλήματος. Σε τίποτα δεν εξυπηρετούν λύσεις ξενόφερτες που αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας.
[λόγ. ιδιαίτερ(ος) -ότης > -ότητα]