Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήχος ο [íxos] Ο18 : 1. ό,τι γίνεται αντιληπτό με την ακοή: Mας υποδέχτηκαν οι γνώριμοι ήχοι της εξοχής. Xρώματα, ήχοι και μυρωδιές. Ο ~ της κιθάρας / του βιολιού / του κλαρίνου / της καμπάνας. Mε ενοχλεί ο ~ της φωνής του. Διαπεραστικός / οξύς ~. ΦΡ λευκός* ~. α. (φυσ.) ο ερεθισμός που δημιουργούν στο αυτί μας οι μεταβολές πίεσης τις οποίες προκαλεί μια μηχανική ταλάντωση, που διαδίδεται μέσα σε ελαστικό υλικό και της οποίας η συχνότητα και το πλάτος βρίσκονται μέσα σε ορισμένα όρια: Οι ήχοι που ακούμε διακρίνονται σε τόνους, φθόγγους, θορύβους και κρότους. H ταχύτητα διάδοσης του ήχου είναι 340 μέτρα το δευτερόλεπτο. Εγγρα φή ήχου. Mουσικός ~, που γεννιέται από κανονικές και ρυθμικές δονήσεις του σώματος που τον παράγει. Tο ύψος, η ένταση και η χροιά είναι τα χαρακτηριστικά του ήχου. (έκφρ.) φράγμα* ήχου. σπάζω το φράγμα* του ήχου. β. ήχος, κυρίως μουσικός, που έχει καταγραφεί με σκοπό την αναπαραγωγή του: Ρύθμιση ήχου. Mηχανικός ήχου. Aναπαραγωγή του ήχου. || ~ και φως, υπαίθριο νυχτερινό θέαμα σε ιστορική τοποθεσία, το οποίο αποτελείται από ηχογραφημένη αφήγηση και από οπτικά και ηχητικά εφέ. 2. ο καθένας από τους οχτώ τρόπους με τους οποίους ψάλλονται οι εκκλησιαστικές μελωδίες: ~ πλάγιος του τετάρτου ή ~ τέταρτος. ΦΡ σε ήχο πλάγιο, έμμεσα.
[αρχ. ή λόγ. < αρχ. qχος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ήχος ο· ηχός.
-
- α) Ήχος:
- ακούσετε τους ήχους των βουκίνων (Αχιλλ. N 255)·
- (προκ. για φωνή):
- (Θησ. Γ´ [111])·
- β) θόρυβος:
- πάμπολλα κωδωνίτσια και ήχος ετελείτο (Διγ. Gr. 1186)·
- γ) έκφρ. κατά ήχου = σύμφωνα με το ρυθμό, μελωδικά:
- (Ημερολ. 89).
[αρχ. ουσ. ήχος. Η λ. και σήμ.]
- α) Ήχος: