Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ήσυχος, επίθ.
-
- α) (Για πρόσωπο) ήσυχος, φιλήσυχος, φρόνιμος:
- (Συναδ. φ. 32r)·
- β) (για πρόσωπο) ήρεμος· υποταγμένος:
- οι Τούρκοι … ήλθασι μέσα στα χωριά και ήσυχους ευρήκα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2502)·
- γ) (για πράγμα) λογικός:
- ευρήκανε στράτα διά πλέον καλύτερο και ήσυχο, ότι να τους ειπούν την αλήθεια (Σουμμ., Ρεμπελ. 162)·
- δ) που ηρεμεί:
- οι Τούρκοι ωσάν είδανε ήσυχα τα μουράγια, με δίχως κτύπο τουφεκιώ βγαίνουν απού τη Βάγια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2975).
[αρχ. επίθ. ήσυχος. Η λ. και σήμ.]
- α) (Για πρόσωπο) ήσυχος, φιλήσυχος, φρόνιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήσυχος -η -ο [ísixos] Ε5 : 1. που τον χαρακτηρίζει η απουσία θορύβου: ~ δρόμος. Mένουμε σε ήσυχη γειτονιά. || όπου επικρατούν συνθήκες ηρεμίας, γαλήνης και αταραξίας: Ήσυχη θάλασσα. 2α. για κπ. που δεν προκαλεί θόρυβο και αναταραχή: Οι γείτονές μας είναι ήσυχοι άνθρωποι. Ως τώρα ήταν ένα πολύ ήσυχο παιδί. || που τίποτα δεν τον ταράζει: ~ ύπνος. Ήσυχη ζωή. β. που δοκιμάζει ένα αίσθημα ασφάλειας και γαλήνης, που δεν έχει έγνοιες, στενοχώριες, φροντίδες: Πώς να είμαι ~, όταν δεν ξέρω πού γυρνάς τις νύχτες; (έκφρ.) κοιμάμαι* ~. ΦΡ έχω το κεφάλι μου ήσυχο, είμαι επαναπαυμένος. || Mείνε ~, μην ανησυχείς. Άσε με ήσυχο, πάψε να με ενοχλείς, παράτα με!
ήσυχα & (λόγ.) ησύχως ΕΠIΡΡ: Kαθίστε ~! Διαλυθείτε ησύχως. [αρχ. ἥσυχος· λόγ. < αρχ. ἡσύχως]