Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ήσυχα, επίρρ.
-
- α) Ήσυχα, αθόρυβα:
- προς την βάιαν ήσυχα ελάλει στο αφτί της (Διγ. Α 1695)·
- β) ειρηνικά:
- Είδηση, αφέντη, βάλε, να μηδέ γδύνουν τσ’ εκκλησιές κι ήσυχα να περάσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26211).
[αρχ. επίρρ. ήσυχα. Η λ. και σήμ.]
- α) Ήσυχα, αθόρυβα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχάζω [isixázo] Ρ2.1α : 1α. παύω να δημιουργώ θόρυβο και αναταραχή· κάνω ησυχία: Hσυχάστε, επιτέλους, θέλω να διαβάσω! Aν δεν ησυχάσεις, θα σε πετάξω έξω. β. κάνω κπ. να ησυχάσει: Προσπάθησε να το ησυχάσεις το παιδί. 2α. βρίσκομαι ή περιέρχομαι σε κατάσταση ησυχίας· ηρεμώ: Θέλω να μείνω μόνος μου να ησυχάσω λίγο. Εγώ μόνο άμα πεθάνω θα ησυχάσω. Hσυχάζει το σπίτι, όταν φεύγει το παιδί. || Mετά το φαγητό πέφτω λίγο να ησυχάσω, να κοιμηθώ, να αναπαυτώ. β. παύω να ανησυχώ για κτ., απαλλάσσομαι από κτ. που με βασανίζει: Πήρα γράμμα του και ησύχασα. || Nα σε παντρέψουμε, να ησυχάσουμε. 3. πεθαίνω.
[αρχ. ἡσυχάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχάζω· ’συχάζω.
-
- Α´ (Μτβ.) σταματώ, παύω κ.:
- κατέλαβεν η νυξ γαρ κι ησυχάσαν του πολέμου (Ερμον. Λ 164).
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Παύω ενέργεια, παραμένω ήσυχος, αδρανώ:
- ποιήσας ειρήνην μετά πάντων έμεινεν ησυχάζων (Έκθ. χρον. 456· Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 746)·
- β) απαλλάσσομαι από φροντίδα, ησυχάζω, ηρεμώ:
- εύρον γαρ την κεφαλήν αυτού (ενν. του βασιλέως) και ανεγνώρισαν … οι έτεροι άρχοντες, και ούτως ησύχασεν (ενν. ο αυθέντης) (Έκθ. χρον. 1622· Ιστ. Βλαχ. 1784).
- α) Παύω ενέργεια, παραμένω ήσυχος, αδρανώ:
- 2)
- α) Παύω, καταπραΰνομαι, γαληνεύω:
- (Καλλίμ. 2131)·
- β) μένω ήσυχος, σιωπώ:
- Άλλοι ας λέγουν ως διά σε, συ δε ησύχαζέ μου (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 513).
- α) Παύω, καταπραΰνομαι, γαληνεύω:
- 3) Αναπαύομαι, ησυχάζω:
- Ποίησον αυτόν (ενν. τον λαγῳόν) ησυχάσαι ημέρας επτά (Ορνεοσ. αγρ. 57021).
- 4) (Εκκλ.) ζω σαν αναχωρητής, μονάζω:
- εν όρει Άθωνος … απήλθε και ησύχαζεν εκεί (Ιστ. πολιτ. 5820).
- 1)
[αρχ. ησυχάζω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) σταματώ, παύω κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχασμός ο [isixazmós] Ο17 : αναχωρητική μοναστική τάση που αναπτύχτηκε στο Άγιο Όρος κατά το 14ο αι.
[λόγ. < αγγλ. hesychas(m) < μσν. ησυχασ(τής) -μός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχαστήριο το [isixastírio] Ο41 : σκήτη μοναχού. || χώρος στον οποίο κάποιος απομονώνεται με τη θέλησή του, για να ησυχάσει, να εργαστεί κτλ.
[λόγ. < μσν. ησυχαστήριον < ησυχασ(τής) -τήριον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχαστής ο [isixastís] Ο7 : μοναχός, οπαδός του ησυχασμού.
[λόγ. < μσν. ησυχαστής (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἡσυχαστής `ερημίτης΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχαστής ο.
-
- (Εκκλ.) ασκητής, αναχωρητής·
- (ειδικ.) κατά το 14. αι., ορθόδοξος μοναχός που ακολουθεί τις αρχές του Ησυχασμού:
- ο μοναχός Ησαΐας, ησυχαστής ων εν τῳ Άθωνι (Byz. Kleinchron. Α´ 814).
- (ειδικ.) κατά το 14. αι., ορθόδοξος μοναχός που ακολουθεί τις αρχές του Ησυχασμού:
[<ησυχάζω + κατάλ. ‑τής. Η λ. τον 6. αι. και σήμ.]
- (Εκκλ.) ασκητής, αναχωρητής·
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχαστικά, επίρρ.
-
- Ήσυχα· ειρηνικά:
- όλοι ησυχαστικά με καθαρήν συνείδηση να ζήσουν (Χριστ. διδασκ. 383).
[<επίθ. ησυχαστικός]
- Ήσυχα· ειρηνικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- ησυχαστικός, επίθ.
-
- α) Ήσυχος· ειρηνικός:
- ειρηνεμένην και ησυχαστικήν ζωήν (Χριστ. διδασκ. 159)·
- β) προσεκτικός:
- ακρόασ’ ησυχαστική, παρακαλώ σε, δώσ’ μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [960]).
[μτγν. επίθ. ησυχαστικός. Η λ. και σήμ. θρησκ.]
- α) Ήσυχος· ειρηνικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ησυχαστικός -ή -ό [isixastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ησυχαστές ή στον ησυχασμό: Hσυχαστική κίνηση.
[λόγ. < μσν. ησυχαστικός < ησυχαστ(ής) -ικός (διαφ. το συγγ. ελνστ. ἡσυχαστικός `καταπραϋντικός (για μουσική)΄)]