Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ήμερος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για πρόσωπο)
- α) πράος, γλυκός, καλοσυνάτος, άκακος:
- αμή αυτός (ενν. ο αφέντης) τους έκαμε ήμερους σαν αρνία (Ιστ. Βλαχ. 536· Στάθ. Α´ 274)·
- β) ταπεινός, υποταγμένος:
- μηδέ σπαθί, μηδέ ραβδί επάνω του (ενν. του αφέντη) να σύρεις, μόν’ να σε κάμω ήμερον την κεφαλήν να κλίνεις (Ιστ. Βλαχ. 1292).
- α) πράος, γλυκός, καλοσυνάτος, άκακος:
- 2) (Προκ. για ζώα) εξημερωμένος· κατοικίδιος:
- (Ερωτοπ. 293), (Αιτωλ., Μύθ. 1102).
- 3) (Προκ. για φυτά) καρποφόρος:
- (Ιερακοσ. 48618).
- 4) (Προκ. για τόπο) κατοικημένος:
- (Πανώρ. Α´ 106).
- 5) (Πληθ. μεταφ.) αξιόλογος:
- φοβούμεσταν μεν χάσομεν τα ήμερα διά τα άγρια (Μαχ. 43415).
- 6) (Προκ. για χωράφι) καλλιεργήσιμος:
- (Βαρούχ. 18114).
- Το ουδ. ως ουσ. = πραότητα, καλοσύνη, ημερότητα:
- η φύσις χάρισέν του (ενν. του Διγενή) και του Δαβίδ το ήμερον (Διγ. O 2203· Λίβ. Esc. 3385).
[αρχ. επίθ. ήμερος. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για πρόσωπο)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήμερος -η -ο [ímeros] Ε5 : ANT άγριος. 1. για φυτά που τα καλλιεργεί ο άνθρωπος, ιδίως για ποικιλίες που συγγενεύουν με άλλες αυτοφυείς: Ήμερη καστανιά / ελιά. Ήμερη μηλιά. Ήμερα ραδίκια. ANT του βουνού. || (για ζώο) εξημερωμένος. ΠAΡ Ήρθαν τα άγρια* να διώξουν τα ήμερα. 2α. για ζώο που δε διακρίνεται για επιθετικότητα και βιαιότητα: Mη φοβάσαι το σκυλί· είναι πολύ ήμερο. Ήτανε σαν ήμερο περιστέρι. β. για άνθρωπο που έχει χαρακτήρα πράο και μαλακό: ~ άνθρωπος. Ήμερο γεροντάκι. || Mας μίλησε με λόγια ήμερα και γνωστικά. 3. (μτφ.) για τοπίο, του οποίου η απλότητα και η απαλότητα των γραμμών μάς δημιουργεί ένα αίσθημα ηρεμίας και γαλήνης: Ήμεροι χαμηλοί λόφοι. Tα νησιά γύρω ήμερα και γελαστά.
ήμερα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἥμερος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ημεροσκόπος, επίθ.· ημερόσκοπος, (Ψευδο-Σφρ. 3929).
-
[αρχ. επίθ. ημεροσκόπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ημεροσύνη η· ’μεροσύνη.
-
- α) Ημέρωμα, κατευνασμός:
- επαύσασιν αφ’ τον θυμόν κι ήλθαν εις ’μεροσύνη (Διγ. O 309)·
- β) γαλήνη· ομόνοια:
- είσαι αντικείμενος, μισάς και την ειρήνην, … δεν θέλεις ’μεροσύνην (Γεωργηλ., Θαν. 593).
[<επίθ. ήμερος + κατάλ. ‑σύνη. Η λ. και ο τ. στο Somav.]
- α) Ημέρωμα, κατευνασμός: