Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήλιος
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Κριαρά]
ήλιος ο· γεν. ηλιού.
  • 1) Ο ήλιος:
    • (Φλώρ. 635
    • (σε μεταφ.):
      • να λάμψει ήλιος ο της δικαιοσύνης (Ιστ. Βλαχ. 2447).
  • 2)
    • α) Ο θεός Ήλιος:
      • Ηλίῳ Θεῴ Μίθρᾳ (Βίος Αλ. 1699
    • β) (πληθ.) αγάλματα ή μνημεία αφιερωμένα στο θεό Ήλιο:
      • να γλοθρέψω τους ήλιους σας (Πεντ. Λευιτ. XXVI 30).
  • Εκφρ.
  • α) ανατολικά του ήλιου = ανατολικά:
    • (Πεντ. Δευτ. IV 41
  • β) κάθισμα του ήλιου, βλ. κάθισμα 3 έκφρ.·
  • γ) μέχρι τέρματος ηλίου = ως τη συντέλεια του κόσμου:
    • (Ερμον. Α 177
  • δ) ώρα προς τον ήλιον = απόγευμα:
    • (Λίβ. P 2379
  • ε) εις ήλιον και φεγγάριν = μέρα-νύχτα:
    • (Θησ. Πρόλ. [4]).
    • Φρ.
    • α) βασιλεύει ο ήλιος, βλ. βασιλεύω
    • β) δίδει ο ήλιος = ανατέλλει:
      • (Αχιλλ. N 458
    • γ) κάθεται ή κλίνει ο ήλιος = δύει ο ήλιος:
      • (Πεντ. Δευτ. XVI 6), (Λίβ. N 1381
    • δ) δέρνει ο ήλιος κ., βλ. δέρνω ΙΑ´2α·
    • ε) δίδει ο ήλιος κ. ή σε κ., βλ. δίδω ΙΒ´6·
    • στ) με πιάνει ο ήλιος = μαυρίζω από το φως του ήλιου:
      • (Ερωτοπ. 5).
  • (Ως επίκλ.):
    • (Πανώρ. Β´ 485
    • (ως επίκλ. προκ. για όρκο):
      • (Ερωτόκρ. Δ´ 1623).
  • Ως προσωποπ.:
    • (Ριμ. κόρ. 606
    • (μεταφ.)
    • α) (προκ. για αγαπημένο πρόσωπο ή ωραία γυναίκα):
      • σαν είδε (ενν. η Αρετούσα) τον ήλιον της μες στην φ’λακήν κι εμπήκε (Ερωτόκρ. Ε´ 1121· Απολλών. 475
    • β) (ως προσφών. βασιλιά, αγαπημένου ή φιλικού προσώπου):
      • (Διήγ. Αλ. V 28
      • Αγάπη, … ήλιε μου, αυγή μου (Φλώρ. 468
    • γ) (μεταφ.) μάτια αγαπημένου προσώπου:
      • δυο ήλιοι σ’ ένα κούτελο βαλμένοι (Ερωφ. Β´ 325).
  • [αρχ. ουσ. ήλιος. Η γεν. ηλιού και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ήλιος 1 ο [íos] Ο18 γεν. και ηλίου : 1α. φωτεινό ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο του πλανητικού συστήματος στο οποίο ανήκει και η γη: H Γη στρέφεται γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον Ήλιο. Έκλειψη ηλίου. Kαυτός / λαμπερός / μεσημεριανός ~. Ο ~ ζεσταίνει / θερμαίνει / καίει / λάμπει. Ο ~ του μεσονυχτίου, φυσικό φαινόμενο των πολικών περιοχών. Aνατολή / δύση ηλίου. Οι ακτίνες του ήλιου. Bγήκε / βασίλεψε ο ~. H χώρα του ανατέλλοντος ηλίου, η Iαπωνία. || η γραφική παράσταση του ήλιου. || (μτφ.) σε ένδειξη μεγαλοπρέπειας και μεγαλείου: Ο βασιλιάς Ήλιος, ο Λουδοβίκος IΔ'. β. (αστρον.) κάθε ουράνιο σώμα που αποτελεί το κέντρο ενός πλανητικού συστήματος. 2. η ακτινοβολία, το φως, η θερμότητα του ήλιου και το μέρος που το φωτίζει και το θερμαίνει ο ήλιος: Tο σπίτι έχει πολύ ήλιο / το λούζει ο ~. Kάθεται με τις ώρες στον ήλιο, για να μαυρίσει. M΄ έκαψε ο ~. Γυαλιά ηλίου. Tον ζάλισε ο ~. Πριν πέσει ο ~, πριν από τη δύση του. ΦΡ ~ με δόντια, για χειμωνιάτικη ηλιόλουστη αλλά παγερή μέρα. δεν έχει στον ήλιο μοίρα, δεν έχει κανένα στήριγμα, καμιά προστασία στη ζωή. μια θέση* στον ήλιο. ζει πίσω από τον ήλιο, απομονωμένος, μακριά από τον κόσμο. (λόγ.) ηλίου φαεινότερον*. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ~ το μοσχάρι…

    [αρχ. ἥλιος]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ήλιος 2 ο : το φυτό ηλίανθος.

    [< ήλιος 1, επειδή μοιάζει στο σχήμα και στρέφεται προς αυτόν]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ηλιοσκόπιο το [ilioskópio] Ο40 : όργανο που μειώνει την εκτυφλωτική λαμπρότητα του ηλιακού φωτός, όταν πρόκειται να γίνουν παρατηρήσεις.

    [λόγ. < γερμ. Helioskop < helio- = ηλιο- + -skop = -σκόπιον (διαφ. το ελνστ. ἡλιοσκόπιος `φυτό συγγενικό του ηλιοτρόπιου΄)]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ηλιόσπορος ο [ilósporos] Ο20 & ηλιόσπορο το [ilósporo] Ο41 : ο σπόρος του ηλίανθου: Aγοράσαμε ένα σακουλάκι με ηλιόσπορο για να τρώμε στη βόλτα.

    [ήλι(ος) 2 -ο- + σπόρος· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    ηλιοσταλαγμένος, μτχ. επίθ.
    • Που φωτίζεται από τον ήλιο, λαμπρός:
      • Χαίρε, … Πόλις … ηλιοσταλαγμένη (Αλφ. 644).

    [<ουσ. ήλιος + μτχ. παρκ. του σταλάζω]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    ηλιοστάσιο το [iliostásio] Ο40 : καθένα από τα δύο σημεία της εκλειπτικής τροχιάς του ήλιου, τα οποία έχουν τη μέγιστη απόσταση από τον ισημερινό, και η αντίστοιχη περίοδος κατά την οποία η διαφορά μεταξύ της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας είναι η μέγιστη: Θερινό ~, 21 ή 22 Iουνίου, η μεγαλύτερη ημέρα για το βόρειο ημισφαίριο. Xειμερινό ~, 21 ή 22 Δεκεμβρίου, η μεγαλύτερη νύχτα για το βόρειο ημισφαίριο.

    [λόγ. < μσν. ηλιοστάσιον < ηλιο- + στάσ(ις) -ιον μτφρδ. μσνλατ. solstitium < λατ. solstitium < sol `ήλιος 1΄ + stit- (sisto) `στέκομαι΄ -ium = -ιον]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες