Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έως [éos] πρόθ. : I.δηλώνει χρόνο ή τόπο· ως: ~ το 1974 έλειπε στο εξωτερικό. H ~ το 1990 συγγραφική του δουλειά. ~ τις μέρες μας. ~ αυτή τη στιγμή. ~ το σταθμό. Aισθανόταν από ενοχλημένος ~ οργισμένος. Λίγο ~ πολύ. || συχνά με χρονικό ή τοπικό επίρρημα ή επιρρηματική φράση: ~ αύριο / χθες / πέρυσι / τότε. ~ εδώ / εκεί / πέρα. ~ πότε; ~ του χρόνου, ως τον άλλο, τον επόμενο χρόνο. || (λόγ. έκφρ.) ~ θανάτου, μέχρι θανάτου, για αδιέξοδη ή πολύ στενόχωρη ψυχική κατάσταση. II. σε συνδεσμικές εκφράσεις: 1. ~ ότου, δηλώνει πραγματικό γεγονός το οποίο διακόπτει τη διάρκεια της κύριας πρότασης· ώσπου, μέχρις ότου, όσο που: Kαθόταν ξάγρυπνος στο πλευρό του, ~ ότου ξημέρωσε. ~ ότου μου μίλησε, δεν ήξερα τίποτε για το πρόβλημά του. 2. ~ ότου να, δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ωσότου, ώσπου να, μέχρις ότου να: Παρέμεινε στη θέση του, ~ ότου να έρθει αντικαταστάτης. Διαβάστε κάτι, ~ ότου να ετοιμαστούμε.
[λόγ. < αρχ. ἕως]
- έως, μόρ.· ήως· ως.
-
- I. Ως σύνδ. χρον.
- Α´ (Απλός)·
- α) μέχρι που, τώρα που, μέχρις ότου:
- (Χρον. Μορ. P 1667), (Σφρ., Χρον. 3410)·
- β) ενώ:
- (Ιερακοσ. 4588)·
- έκφρ. (έ)ως ότου = μέχρις ότου:
- (Ανακάλ. 114), (Φλώρ. 1193).
- α) μέχρι που, τώρα που, μέχρις ότου:
- Β´ (Με σύνδ.) μέχρι
- α) (με το να):
- ’ς τούτον τον λόγγον να κρυφτώ … ως να την θανατώσουσι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [578]· Απολλών. 257)·
- β) (με το ώσπου πλεοναστικά):
- εφυλακίσαν τους …, έως ώσπου τους ελευθέρωσεν ο Θεός (Μαχ. 54427).
- α) (με το να):
- Α´ (Απλός)·
- II. Ως πρόθ.
- Α´ (Με γεν. και αιτιατ.) μέχρι
- α) (προκ. για χρόνο):
- το ταχύ ως της εσπέρας; (Τριβ., Ταγιαπ. 148· Μαχ. 1432)·
- β) (προκ. για τόπο):
- εξέπεσεν ο γρίβας μου και εχώθην έως τραχήλου (Διγ. Esc. 1536)·
- έως τον ουρανόν (Σαχλ. B´ P 135).
- α) (προκ. για χρόνο):
- Β´ (Με επίρρ. χρον., με εμπρόθ. προσδ.) μέχρι, ως:
- τούτο μεν εφύλαξα έως αρτίως ώδε (Διγ. Z 3682)·
- έως εις κάποιον καιρόν (Σουμμ., Ρεμπελ. 181).
- Γ´ (Με το σύνδ. και ή και χωρίς αυτόν για επιδοτική σημασ.) μέχρι και, ακόμα και:
- θέλει τους κόψει όλους, έως τα βρέφη τα μικρά (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 401· Αχέλ. 2029).
- Δ´ (Με αριθμητ.)
- α) μέχρι, περίπου:
- έως εκατόν εσέβησαν άξιοι στρατιώτες (Χρον. Τόκκων 1479)·
- β) επί:
- έτεροι δεκαέξι έως οκτώ φορές … γίνονται εκατόν εικοσιοκτώ (Καραβ. 49612).
- α) μέχρι, περίπου:
- Α´ (Με γεν. και αιτιατ.) μέχρι
[αρχ. μόρ. έως. Για τον τ. ως πβ. αρχ. και μτγν. ως. Βλ. και εωσόπου, ωσάν, ωσόσον, ωσόταν, ωσότε (τ. ώστε), ωσότι (τ. ώστι), ωσότου, ωσού, ώσποτε. Η λ. και ο τ. ως και σήμ.]
- I. Ως σύνδ. χρον.
- εωσίνη η [eosíni] & ηωσίνη η [iosíni] Ο30 : (χημ.) υδατοδιαλυτή κόκκινη χρωστική ουσία.
[λόγ. < αγγλ. eosin ή γαλλ. éosine < νλατ. eos < αρχ. ἠώς `αυγή΄ -in(e) = -ίνη· λόγ. προσαρμ. στη μορφή της αρχ. λ.]
- εωσινόφιλα τα [eosinófila] & ηωσινόφιλα τα [iosinófila] Ο40 : (βιολ.) λευκοκύτταρα του αίματος, που έχουν την ιδιότητα να χρωματίζονται έντο να με την εωσίνη.
[λόγ. < αγγλ. eosinophil ή γαλλ. éosinophile < νλατ. eosin- = εωσίν(η) / ηωσίν(η) -ο- + -phil(e) < αρχ. φίλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]
- εωσόπου, σύνδ.· ωσόπου· ωσοπού· ώσπου· ωσπού.
-
- Χρον.
- 1) (Για να δηλωθεί κάτι το υστερόχρονο) ώσπου
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. αορ.):
- είμαι δούλος σου ωσόπου να ’ποθάνω (Ιστ. Μαρκ. 161)·
- β) (με επόμ. οριστ. αορ.):
- τον σφάζαν με σπαθιά … ωσπού ποτάμ’ εγίνηκε στην γην το τόσον αίμα (Λίμπον. 383)·
- (με επόμ. το συνδ. και + οριστ. αορ.):
- είχεν τους αποκλεισμένους ώσπου και εστράφην ο Κάρλο Τζετ από την Ανατολήν (Μαχ. 58631).
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. αορ.):
- 2) (Για να δηλωθεί κάτι το σύγχρονο) όσο
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. ενεστ.):
- Γλυκύν και δροσινόν έν’ το λαμπρόν μου ωσόπου να βιγλώ τα γλυκιά ’μμάτια (Κυπρ. ερωτ. 10532)·
- β) (με επόμ. οριστ. ενεστ.):
- και ώσπου χάνει (ενν. ο ζαριστής) άτυχος, πλεότερα πεισματώνει (Σαχλ. A´ PM 226)·
- γ) (με επόμ. παρατ.):
- (Κυπρ. ερωτ. 1241).
- α) (με επόμ. το μόρ. να + υποτ. ενεστ.):
- 1) (Για να δηλωθεί κάτι το υστερόχρονο) ώσπου
[<σύνδ. έως + επίρρ. όπου (πβ. και ά. Γ´ 1ε). Οι τ. με α´ συνθ. τον τ. ως. Ο τ. ώσπου (με β´ συνθ. τον τ. που του όπου) και σήμ.]
- Χρον.
- εωσφορικός -ή -ό [eosforikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει τον Εωσφόρο1· σατανικός: Εωσφορική αλαζονεία.
εωσφορικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. Εωσφόρ(ος) -ικός]
- Εωσφόρος ο [eosfóros] Ο18 : 1.το όνομα του αρχηγού των αγγέλων που αποστάτησαν και εκδιώχτηκαν από τον Παράδεισο, εξαιτίας της αλαζονείας τους· Σατανάς. || πολύ αρνητικά φορτισμένος χαρακτηρισμός ανθρώπου αλαζόνα. 2. (αστρον.) ο Aυγερινός.
[λόγ.: 2: αρχ. ῾Εωσφόρος· 1: ελνστ. ῾Εωσφόρος σημδ. (ελνστ.) εβρ. `το φωτεινό άστρο΄]
- Εωσφόρος ο.
-
- 1) Το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη:
- (Θησ. Ζ´ [1008]).
- 2) Ο σατανάς:
- (Γλυκά, Στ. 505).
[αρχ. ουσ. εωσφόρος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το άστρο της αυγής, ο Αυγερινός, ο πλανήτης Αφροδίτη: