Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έχων -ουσα -ον [éxon] Ε12 : (λόγ.) που έχει, συνήθ. ως ουσ.: Οι έχοντες μετοχές της τάδε εταιρείας καλούνται να εισπράξουν το μέρισμα για το 1997. Οι έχοντες και κατέχοντες*. (απαρχ. έκφρ.) ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος, δεν μπορείς να πάρεις κτ. από κπ. που δεν το έχει.
[λόγ. < αρχ. ἔχων μεε. του ἔχω]