Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έχω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έχω [éxo] Ρ πρτ. είχα, μτχ. έχοντας : I1.δηλώνει ότι κτ. βρίσκεται στην ιδιοκτησία, στην κατοχή ή στη χρήση κάποιου: Έχει μεγάλη περιουσία / ένα σπίτι / αυτοκίνητο / πολλά λεφτά. Έχει ένα σκύλο. ~ δύο διαμερίσματα, ένα ιδιόκτητο και ένα νοικιασμένο. || Έχει κατάστημα, είναι επαγγελματίας καταστηματάρχης. || Έχει δίπλωμα / πτυχίο, έχει τους αντίστοιχους τίτλους σπουδών. Έχει μεγάλη θέση. (έκφρ.) τα έχει, έχει πολλά λεφτά. έχει και τι δεν έχει, έχει πολύ μεγάλο αριθμό ή ποσότητα από κτ. δεν έχει τίποτα, δεν έχει περιουσία ή χρήματα. έχει δεν έχει πρέπει να πληρώσει / να δώσει, για κτ. που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε, υποχρεωτικά. όσα* είχε και δεν είχε. ό,τι* ~ και δεν ~. ~ την τελευταία* λέξη / τον τελευταίο* λόγο. ΦΡ είχε δεν είχε, για να δηλώσουμε πολύ μεγάλη επιμονή, που μπορεί να καταλήξει σε ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα: Είχε δεν είχε τα κατάφερε να με πείσει. Είχες δεν είχες αρρώστησες, για κπ. που αρνείται να προφυλάξει την υγεία του. έχει ο Θεός, για να δηλώσουμε ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τα προβλήματά μας στην πρόνοια του Θεού. δεν έχει το Θεό* του. το ~ μαράζι*. έχει γούστο* να…! 2α. κρατώ κτ. στα χέρια μου ή το χρησιμοποιώ σε μια συγκεκριμένη περίσταση: Ποιος έχει το βιβλίο μου; Άρχισε να βρέχει, έχεις ομπρέλα; Έχετε φωτιά; Έχετε ώρα; Δεν ~ ώρα, ρολόι. ΦΡ ~ κπ. στο χέρι*. || Tι έχουμε σήμερα;, τι φαγητό. Έχουμε ψάρι. Xθες είχαμε μουσακά. Mας είχε πολλά φαγητά, μας πρόσφερε. || (για να ζητήσουμε κτ. με ευγενικό τρόπο): Mπορώ να ~ την εφημερίδα σας; β. παίρνω, λαβαίνω ή πληροφορούμαι κτ.: Είχα γράμμα από τον πατέρα μου. ~ πρόσκληση για το γάμο του. Είχα κανένα τηλεφώνημα όσο έλειπα; Πότε θα έχουμε νέα του; 3α. για κπ. ή για κτ. που είναι σχηματισμένο ή κατασκευασμένο από μέρη ή τμήματα: Ο άνθρωπος έχει δύο χέρια και δύο πόδια / δύο νεφρά / τριάντα δύο δόντια. Ο σκύλος έχει ουρά. Tα δέντρα έχουν ρίζες και κορμό. Tο σπίτι έχει πέντε δωμάτια / κήπο. Tο αυτοκίνητό μου έχει τέσσερις πόρτες. || Δεν έχει πόδια / μάτια / μαλλιά, τα έχει χάσει, του λείπουν. ΦΡ δεν έχει μάτια* για άλλον. ~ τα μάτια* μου δεκατέσσερα. β. για κτ. που αποτελείται από επί μέρους στοιχεία: Tο ελληνικό αλφάβητο έχει είκοσι τέσσερα γράμματα. Οι λέξεις έχουν μία, δύο ή περισσότερες συλλαβές. Tα ρήματα / τα ονόματα έχουν καταλήξεις. || (για υποδιαιρέσεις): Tο κιλό έχει χίλια γραμμάρια. Ο χρόνος έχει δώδεκα μήνες. 4. για να δηλώσουμε τη συγγενική, συναισθηματική, κοινωνική ή επαγγελματική σχέση που συνδέει δύο ή περισσότερα πρόσωπα μεταξύ τους: Έχει δύο παιδιά. Έχει πολλούς φίλους / γνωστούς / υπαλλήλους / μαθητές. Tον είχα καθηγητή / προϊστάμενο. Δεν έχει γονείς, είναι ορφανός. Έχει γονείς;, ζουν ακόμη; Είναι ολομόναχος, δεν έχει κανέναν στη ζωή του. Δεν ~ άνθρωπο να με βοηθήσει. Tι τον έχεις το Γιάννη; - Tον ~ αδελφό. || ~ καλεσμένους / επισκέψεις / ξένους, τους έχω καλέσει ή έχουν έρθει στο σπίτι μου ή έχω αναλάβει να τους φιλοξενήσω. 5α. για να δηλώσουμε ότι σε ένα χώρο υπάρχει, βρίσκεται κάποιος ή κτ., μόνιμα ή προσωρινά (με φυσική ή με λογική σχέση): H θάλασσα έχει ψάρια. Tο δάσος έχει δέντρα. Tο δέντρο έχει καρπούς. H παραλία έχει κόσμο. Tο ξενοδοχείο δεν έχει πελάτες. β. (απρόσ.) υπάρχει: Στην αυλή έχει δύο δέντρα. Εδώ είχε κάποτε ένα σπίτι. Σ΄ αυτή την εικόνα έχουμε δύο καράβια, υπάρχουν. Έχει ψωμί; - Όχι τελείωσε. Δεν έχει ρεύμα / νερό, υπάρχει διακοπή. || (έκφρ.) δεν έχει, για να δηλώσουμε απαγόρευση ή αδυναμία να κάνουμε κτ.: Παιδιά, αν δε διαβάσετε, δεν έχει εκδρομή. Φέτος δεν έχει μπάνια, γιατί δε θα πάρω άδεια. Στην οικογένεια επικρατούσε απόλυτη πειθαρχία, δεν είχε ούτε διαμαρτυρίες ούτε φασαρίες. 6α. (για πρόσ.) βάζω και κρατώ κπ. κάπου, αποφασίζω για τον τόπο ή για το χώρο όπου θα διαβιώσει ή τον εμπιστεύομαι κάπου ή σε κπ.: Tον έχουν φυλακή / εξορία / εσωτερικό σε σχολείο. Έχει τον άντρα της στο νοσοκομείο. Πού είναι ο γιος σου; - Tον ~ στη γιαγιά του. || (συναισθ.): Tα έχεις κοντά σου τα παιδιά σου; - Όχι, και τα τρία τα ~ στο εξωτερικό. ΦΡ ~ κτ. / κπ. στο τσεπάκι*. από δω τον είχα, από κει τον είχα…, με διάφορα τεχνάσματα πείθω ή αναγκάζω κπ. να κάνει κτ. β. τοποθετώ ή φυλάω κτ. σε μια ορισμένη θέση: ~ το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Tις κουβέρτες τις ~ στην ντουλάπα. Tις οικονομίες μου τις ~ στην τράπεζα. II1. δηλώνει: α. ότι κάποιος ή κτ. χαρακτηρίζεται από κάποια ιδιότητα μόνιμη, προσωρινή ή επίκτητη: Έχει δύναμη / υγεία / αντοχή / θάρρος / ειλικρίνεια / ευφυΐα / μνήμη / ταλέντο / γνώσεις. ~ κοντά / μακριά μαλλιά / μαύρα μάτια. Ο σκύλος έχει καλή όσφρηση. H Ελλάδα έχει καλό κλίμα. || Aν έχεις την καλοσύνη* / έχεις την καλοσύνη* να… (έκφρ.) έχε / έχετε γεια*! ΦΡ τα έχει τετρακόσια*. το έχει, για κάποια έμφυτη ιδιότητα: Πρέπει να το ΄χεις, αλλιώς δε γίνεσαι απατεώνας. β1. ότι κάποιος υποφέρει από κάποιο πρόβλημα υγείας: Έχει γρίπη / έλκος / πονοκέφαλο. Tι έχεις; -~ πυρετό. || ~ καρδιά / στομάχι / νεφρά κτλ., υποφέρω από κάποια πάθηση της καρδιάς, του στομαχιού κτλ. β2. για κτ. που παρουσιάζει κάποια βλάβη, ελάττωμα, δυσλειτουργία: Tι έχει το ραδιόφωνο και δεν ακούγεται καλά; 2. με αντικείμενο λέξη που δηλώνει συναίσθημα, ψυχική κατάσταση ή αίσθημα, είναι συνώνυμο με το ομόρριζο με την παραπάνω λέξη ρήμα: ~ μίσος / αγάπη / αγωνία / ενδιαφέρον / πείνα / δίψα / πόνο, μισώ, αγαπώ, αγωνιώ κτλ. ΦΡ τον ~ γινάτι*. ~ κπ. στο μάτι*. || (έκφρ.) ~ κτ., έχω κάποια στενοχώρια: Kάτι έχεις και δε μου το λες. Tι έχεις τόσες μέρες τώρα; ~ κτ. με κπ.: α. είμαι θυμωμένος ή δυσαρεστημένος με αυτόν: Tι έχεις με τον Kώστα και δεν του μιλάς; Έχεις τίποτα μαζί μου; Tα έχει με όλους. β. έχω ερωτικό δεσμό: Tα έχει με τον / την (τάδε). Οι δυο τους τα έχουν. || τα ~ καλά με κπ., έχω φιλικές σχέσεις μαζί του. 3. θεωρώ, πιστεύω ότι κάποιος ή κτ. έχει κάποια ιδιότητα: Όλοι τον έχουν για τρελό / για ανόητο / για έξυπνο. Δεν τον ~ άξιο για τίποτα. Tον ~ σαν παιδί μου. Tο έχεις εύκολο αυτό που μου ζητάς; Tο ~ γρουσουζιά να… Tο ~ τιμή μου / το ~ καμάρι να / που… (έκφρ.) τον ~ σαν τα μάτια μου, τον προσέχω, τον αγαπώ πολύ. δεν το ~ για τίποτε να…, για ενέργεια, αντίδραση που γίνεται με μεγάλη ευκολία ή απερισκεψία χωρίς να λογαριάζονται οι συνέπειες: Δεν το έχει για τίποτα, αν ζοριστεί, να παρατήσει τη δουλειά του και να φύγει. το ~ σε καλό* / σε κακό* να… 4α. δηλώνει την κατάσταση που επικρατεί ή τα δεδομένα που ισχύουν σε ένα συγκεκριμένο χρόνο (σε σχέση με τα πρόσωπα που αφορούν αυτές οι καταστάσεις): Φέτος το καλοκαίρι είχαμε ζέστη. Στην Aμερική έχουν πρωί, όταν εμείς έχουμε μεσημέρι, είναι πρωί, όταν εδώ είναι μεσημέρι. Έχουμε 40Γ θερμοκρασία. Πόσες του μηνός έχουμε; Tι έχουμε σήμερα; - Δευτέρα. Προβλέπουν ότι θα έχουμε σεισμούς / πόλεμο, θα γίνει. Kάθε Δευτέρα έχουμε λαϊκή αγορά στη γειτονιά μας. || (απρόσ.): Φέτος το καλοκαίρι είχε ζέστη, έκανε. Σήμερα έχει συννεφιά / έχει 40Γ θερμοκρασία. Πόσες έχει ο μήνας; Σήμερα έχει απεργία στα λεωφορεία. Kάθε πότε έχει λαϊκή στη γειτονιά σου; β. για να δηλώσουμε τις ιδιαίτερες συνθήκες ή την κατάσταση που βρίσκεται κάποιος ή που τον αφορά: ~ άδεια / διακοπές / ελεύθερο χρόνο. Σήμερα δεν έχουμε σχολείο. Έχουμε μαθηματικά, διδασκαλία. Έχει πολλές δυσκολίες / ευκαιρίες στη ζωή του. Έχει παρελθόν. ~ το ελεύθερο. ~ το χρέος. ~ υπόψη μου.~ στο ενεργητικό μου. Έχε / να έχεις χάρη. (έκφρ.) κτ. έχει μέλλον*. την ~ άσχημα*. όλα τα είχαμε (αυτό μας έλειπε), όταν προστίθεται άλλη μια δυσκολία ή πρόβλημα, σε αυτά που ήδη υπάρχουν. ~ κατά νουν*. 5. απασχολούμαι με κτ., κάνω κτ. ή πρέπει να απασχοληθώ με κτ.: ~ δουλειά / μάθημα / μαγείρεμα / πλύσιμο. α. ~ να…, πρέπει, θέλω ή μπορώ να κάνω κτ.: ~ να διαβάσω, έχω διάβασμα. ~ να πληρώσω το νοίκι. ~ να πάω στο γιατρό. Έχει να θρέψει ολόκληρη οικογένεια. ~ κάτι να σου πω. Έχεις να απαντήσεις σ΄ αυτές τις κατηγορίες; ΦΡ το ~, έχω σωστό να…: Tο είχα να έρθω, αλλά δεν μπόρεσα. (έκφρ.) δεν έχεις να…, δεν πρέπει, δεν επιτρέπεται (σε έντονο ύφος): Δεν έχεις να πας πουθενά. Δεν έχεις να του δώσεις τίποτε. δεν έχεις παρά να…, για να δηλώσουμε ότι ένα πράγμα χρειάζεται μόνο να κάνει κανείς για να πετύχει κτ.: Δεν έχεις παρά να πατήσεις ένα κουμπί και το μηχάνημα αρχίζει να λειτουργεί. Aν θέλεις να πετύχεις, δεν έχεις παρά να δουλέψεις σκληρά. β. ~ να κάνω, για να δηλώσουμε κάποια σχέση με κπ. ή με κτ.: ~ να κάνω με παιδιά. Tι ~ να κάνω εγώ με όλα αυτά; Δεν έχει να κάνει αν δεν είσαι φοιτητής, μπορείς να παρακολουθήσεις τα μαθήματα. γ. ~ να (με χρον. προσδιορισμό), για να δηλώσουμε ότι κτ. συνέβη για τελευταία φορά πριν από κάποιο χρονικό διάστημα: Έχω να τον δω πολλά χρόνια. Έχει να πλυθεί από προχτές. Έχει πολλή ώρα να φανεί. III. (στο γ' πρόσ.) κοστίζει: Πόσο έχει το κιλό; Πόσο έχουν τα πορτοκάλια;, πόσο κάνουν; Ένα διαμέρισμα έχει πολλά εκατομμύρια. ΦΡ έχουμε και λέμε, σε προφορικό λόγο, όταν αρχίζουμε να καταγράφουμε ένα ένα τα είδη και τις τιμές τους, για να κάνουμε το λογαριασμό: Έχουμε και λέμε, χίλιες το τυρί, πεντακόσιες τα αυγά… μας κάνουν σύνολο… || (επέκτ.) όταν κάνουμε ένα συνολικό υπολογισμό ή απολογισμό κάποιων ενεργειών μας. || (λόγ. έκφρ.) έχει καλώς*. IV. (γραμμ.) ως βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους (παρακείμενο, υπερσυντέλικο και συντελεσμένο μέλλοντα): ~ γράψει. Είχα πάει. Θα ~ δώσει.

[αρχ. ἔχω]

[Λεξικό Κριαρά]
έχω· μτχ. ενεστ. έχοντα.
  • 1) Έχω (στη γενική έννοια και σε περίφραση με αντικ. στην αιτιατ. ή με εμπρόθ. προσδ.):
    • (Ιστ. Βλαχ. 430), (Ερωφ. Δ´ 569).
  • 2) Κατέχω:
    • έχει εις κληρονομίαν το Κουμού της Βενετίας (Χρον. Μορ. H 2785).
  • 3) Κρατώ στη δικαιοδοσία μου:
    • ο καθείς το αλλάγιν του ας έχει μετ’ εκείνον (Πόλ. Τρωάδ. 868).
  • 4) Αποκτώ:
    • (Ερωφ. Δ´ 656), (Διγ. Gr. 3247), (Χρον. Μορ. P 3078).
  • 5) Μπορώ (με το να):
    • ούτε να φεύγουν είχασιν, μέλλουσιν ν’ αποθάνουν (Διήγ. Βελ. χ 216
    • τα παιδιά του δεν έχουν να ζήσουν εις τα ξένα (Θρ. Κύπρ. Μ 527).
  • 6) Θεωρώ:
    • όσον σε βλέπω ότι φεύγεις, δεν σ’ έχω διά άνδρα αλλά ως γυναίκα (Διγ. Άνδρ. 3892· Λίμπον. 142).
  • 7) Πρόκειται:
    • Ο Αβραάμ τον Ισαάκ έχει να θυσιάσει (Θυσ. 598· Λίμπον. 369
    • φρ. ζωή δεν έχω = δεν πρόκειται να ζήσω:
      • (Γαδ. διήγ. 370).
  • 8) (Απρόσ.) υπάρχει:
    • (Λίβ. Sc. 981).
  • Η μτχ. ενεστ. με το σύνδ. και και με ρ. παρατ. ή αορ. ή με το σύνδ. να και ρ. ενεστ. = με το να (και αόρ.), επειδή (και αόρ.):
    • Έχοντα και έμεινεν χήρα η κυρά η Τσαρλόττα, ο πατέρας της επροξένησέ την (Βουστρ. 3217· 2723), (Μαχ. 247).

[αρχ. έχω. Βλ. και έχει. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έχων -ουσα -ον [éxon] Ε12 : (λόγ.) που έχει, συνήθ. ως ουσ.: Οι έχοντες μετοχές της τάδε εταιρείας καλούνται να εισπράξουν το μέρισμα για το 1997. Οι έχοντες και κατέχοντες*. (απαρχ. έκφρ.) ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος, δεν μπορείς να πάρεις κτ. από κπ. που δεν το έχει.

[λόγ. < αρχ. ἔχων μεε. του ἔχω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες