Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έχιδνα η [éxiδna] Ο27 : ΣYN οχιά. 1. ωοζωοτόκο δηλητηριώδες φίδι, με τριγωνικό, πεπλατυσμένο κεφάλι και με δόντια από όπου χύνεται το δηλητήριο. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου ύπουλου και επικίνδυνου: Έχυσε πάλι η ~ το δηλητήριο. Είναι κακός σαν ~.
[λόγ. < αρχ. ἔχιδνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- έχιδνα η.
-
- 1) Οχιά:
- (Φυσιολ. B 11).
- 2) (Μεταφ.) κακός, δόλιος:
- (Καλλίμ. 2335).
[αρχ. ουσ. έχιδνα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Οχιά: