Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έχθρα η [éxθra] Ο25α : εχθρότητα, μίσος: Tις δύο οικογένειες τις χωρίζει παλιά ~. Έχουν μεγάλη ~ μεταξύ τους. Πρέπει να σβήσουν οι έχθρες και να επικρατήσει η αγάπη. || αντιπάθεια·: Mε τη συμπεριφορά του προκαλεί την ~ του κόσμου.
[λόγ. < αρχ. ἔχθρα (πρβ. έχτρα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- έχθρα η· έκθρα· έχιθρα.
-
- Απέχθεια, αποστροφή:
- (Δούκ. 2313), (Φορτουν. Α´ 62).
[αρχ. ουσ. έχθρα. Η λ. και σήμ.]
- Απέχθεια, αποστροφή:
[Λεξικό Κριαρά]
- εχθραίνω.
-
- (Ενεργ. και μέσ.) εχθρεύομαι, μισώ κάπ.:
- (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 196)·
- οπού σε εχθραίνονται, εύχου και υπέρ εκείνων (Λίβ. (Lamb.) N 857).
[αρχ. εχθραίνω]
- (Ενεργ. και μέσ.) εχθρεύομαι, μισώ κάπ.: