Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έχει
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έχει το [éxi] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η περιουσία, το βιος, συνήθ. με κτητική αντωνυμία: Σκόρπισε το ~ του στις ασωτίες.

[μσν. το έχειν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. < αρχ. ἔχω]

[Λεξικό Κριαρά]
έχει το· έχειν.
  • α) Περιουσία:
    • Το έχει μου και τη ζωή (Φορτουν. Ε´ 93
    • θέλεις αναστήσει τέκνον διά το έχειν σου, να το κληρονομήσει (Χούμνου, Κοσμογ. 936
  • β) πλούτος (μεταφ.):
    • με της φιλίας τα έχει (Φαλιέρ., Ιστ. 438).

[απαρέμφ. του έχω ως ουσ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες