Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έφοδος η [éfoδos] Ο36 : 1.η τελική και κρίσιμη φάση μιας στρατιωτικής επίθεσης, που εκδηλώνεται με εφόρμηση σε οχυρό ή σε οχυρωμένη θέση του εχθρού: Έγινε ~ στις εχθρικές θέσεις. ~ με εφ΄ όπλου λόγχη. (λόγ. έκφρ.) καταλαμβάνω κτ. εξ εφόδου, με έφοδο. || επίθεση στρατιωτικά οργανωμένων ανδρών: H αστυνομία αποφάσισε να κάνει έφοδο στο κρησφύγετο των ληστών. || Tάγματα εφόδου, παραστρατιωτική οργάνωση στη ναζιστική Γερμανία. 2. αιφνιδιαστικός έλεγχος εντεταλμένου οργάνου: (Στρατιωτική) ~, έλεγχος των φρουρών από αξιωματικό, συνήθ. κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να διαπιστωθεί η σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Άρχισαν έφοδοι της αστυνομίας σε χαρτοπαικτικές λέσχες. || (επέκτ., συνήθ. πειραχτικά): Ο διευθυντής μάς έκανε έφοδο. || (έκφρ., ειρ.) κάνω έφοδο (σε κατάστημα), σπεύδω να εξασφαλίσω μεγάλες ποσότητες από καταναλωτικά συνήθ. αγαθά: Οι συμπολίτες μας έκαναν έφοδο στα κρεοπωλεία, μόλις διαδόθηκε ότι θα έχουμε έλλειψη κρέατος. Οι ψευδείς διαδόσεις δημιούργησαν πανικό, οι πολίτες έκαναν έφοδο στα σουπερμάρκετ και άδειασαν τα ράφια.
[λόγ. < αρχ. ἔφοδος]
[Λεξικό Κριαρά]
- έφοδος η.
-
- 1) Ερχομός· είσοδος:
- (Διγ. Z 3352, Θεολ.), (Τζίρ. 3583).
- 2) Επίθεση:
- (Βίος Αλ. 3165), (Ψευδο-Σφρ. 31836).
[αρχ. ουσ. έφοδος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ερχομός· είσοδος: