Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έφηβος ο [éfivos] Ο19 θηλ. έφηβη [éfivi] Ο32 & (λόγ.) έφηβος [éfivos] Ο36 : 1.άτομο που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην εφηβεία: Έχει σώμα / ψυχή εφήβου, για κπ. που διατηρεί τη νεανικότητά του, παρά τη σχετικά μεγάλη ηλικία του. Aιώνιος ~, χαρακτηρισμός ατόμου που είναι, ως τα βαθιά γεράματα, σωματικά και πνευματικά ακμαίος. || (ως επίθ.): H έφηβη μητέρα. || (αθλ.) κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ένας αθλητής, σύμφωνα με την ηλικία του: Πρωτάθλημα εφήβων και νεανίδων. 2. στην αρχαία Ελλάδα, νέος 18 έως 20 ετών (στην περίοδο της στρατιωτικής εκπαίδευσης).
[λόγ. < αρχ. ἔφηβος ὁ· έφηβ(ος) -η· λόγ. < αρχ. ἔφηβος ἡ]