Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έφεδρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έφεδρος ο [éfeδros] Ο19 : στρατεύσιμος που ανήκει στην εφεδρεία: Aνήκει στην τάξη των εφέδρων με το βαθμό του στρατιώτη / του υπαξιωματικού / του αξιωματικού. ~ εκ μονίμων, απόστρατος αξιωματικός που ανήκει στις τάξεις της εφεδρείας. || (ειδικότ., και ως επίθ.): ~ (αξιωματικός), κληρωτός που υπηρετεί ως αξιωματικός και που μπορεί να προαχθεί έως το βαθμό του λοχαγού: Yπηρετεί ως ~. Σχολή εφέδρων αξιωματικών.

[λόγ. < αρχ. ἔφεδρος `τοποθετημένος για ενίσχυση΄ σημδ. γαλλ. en réserve, de réserve]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες