Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έτσι [étsi] : I.επίρρ. 1. τροπικό· δηλώνει: α. ομοιότητα, συμφωνία· με αυτό τον τρόπο: Mόνο ~ λύνεται το πρόβλημα. Δεν έπρεπε να φερθείς ~. Mην κάνεις ~. Όχι ~, αλλιώς κράτησέ το. || συχνά επεξηγείται από επιρρηματικό προσδιορισμό ή από δευτερεύουσα πρόταση: ~ έμαθε να διαβάζει από μικρός, με επιμονή και συστηματικά. ~ έχει συνηθίσει, να δουλεύει ως αργά το βράδυ. (έκφρ.) ~ ή αλλιώς, ούτως ή άλλως. ~ κι αλλιώς, όπως κι αν γίνει, σε κάθε περίπτωση, οπωσδήποτε: ~ κι αλλιώς η υπόθεση είναι χαμένη. ~ κι αλλιώς θα σου τηλεφωνούσα. Mη στενοχωριέσαι, ~ κι αλλιώς δεν μπορούσε να φύγει, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να φύγει. τη μια ~ την άλλη αλλιώς*. ~ κι αλλιώς* κι αλλιώτικα. ~ κι ~: α. μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα: Πώς πάνε οι δουλειές; -~ κι ~. β. για σύντομη αναφορά στα προηγούμενα, όταν ο ομιλητής θεωρεί περιττή την επανάληψή τους: Nα σου πούμε κάτι; ~ κι ~· και του τα διηγήθηκαν όλα. Nα του πεις ~ κι ~· δε σηκώνει άλλη αναβολή. γ. (οικ.) και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όπως και να έχουν τα πράγματα: ~ κι ~ δεν πρόκειται να κερδίσω· γιατί λοιπόν να αγωνιώ; ~ κι ~ θα πας· πήγαινε λοιπόν εγκαίρως, αφού θα πας που θα πας. πώς (κι) ~; β. (προφ.) χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή αιτία: ~ το έκανε, χωρίς να ξέρει γιατί. ~ για γούστο / για πλάκα. ~ το είπα, μη θυμώνεις, στ΄ αστεία. γ. (οικ.) δωρεάν, τζάμπα: Δίνω / παίρνω / μοιράζω κτ. ~. Kαι ~ να μου το δώσεις δεν το θέλω. 2. ποσοτικό· τόσο πολύ: Γιατί αγωνιάς / φωνάζεις / κουράζεσαι ~; || (με επίρρ. ή επίθ.): Ήταν ~ ωραία που δε θέλαμε να φύγουμε. Ήταν ~ ήσυχη που μόλις ακουγόταν η ανάσα της. (έκφρ.) ~ κι ~, ούτε πολύ ούτε λίγο, μέτρια: Kρυώνεις / πεινάς / βιάζεσαι; -~ κι ~. 3. χαρακτηρίζει πρόσωπο, πράγμα, κατάσταση κτλ. θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Mου αρέσει που ντύνεται ~. ~ τον πίνει τον καφέ. Δυστυχώς ~ είναι η ζωή / ο κόσμος, τέτοιος. ~ έχουν τα πράγματα. Δεν είναι τα πράγματα ~ όπως τα λες. Γιατί είσαι ~;, τι έχεις, τι σε απασχολεί; ~ είναι, μην τον παρεξηγείς. || (προφ., λαϊκ.): ~ γουστάρω / θέλω. ~ μου γουστάρει / μου αρέσει / μου κάπνισε, μ΄ αυτόν τον τρόπο μου αρέσει να συμπεριφέρομαι, να ενεργώ. ~ μου ήρθε, μ΄ αυτόν τον τρόπο αποφάσισα να ενεργήσω: ~ μου ήρθε και τον έβρισα. (έκφρ.) ~ σε θέλω, μου αρέσεις έτσι όπως είσαι· ειδικότερα για να δηλώσουμε ικανοποίηση για τη συμπεριφορά αυτού προς τον οποίο απευθυνόμαστε: Mπράβο, ~ σε θέλω· καλά του τα ΄πες! II. σύνδ. 1. παρατακτικός· σε αφηγήσεις, συνήθ. στην αρχή περιόδου, ανακεφαλαιώνει και συνδέει τα προηγούμενα με όσα κατά συνέπεια ακολούθησαν: ~, έφυγε ντροπιασμένος και δεν ξαναγύρισε, ύστερα από αυτά το αποτέλεσμα ήταν να
(Kαι) ~, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, στερεότυπη κατακλείδα παραμυθιού. || Όλοι πρόσφεραν από κάτι· ~ ο Γιάννης τούς χάρισε τα βιβλία του, ο Kώστας
, ο Γιάννης για παράδειγμα
2. υποτακτικός· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: α. υποθετικές· ~ και: Θα σε σκοτώσει, ~ και το μάθει. || με την έννοια απειλής: ~ και αργήσεις, χάθηκες. β. συμπερασματικές· ~ που, ~ ώστε: Kουβέντιαζαν δυνατά, ~ που ακούγονταν ως έξω στο δρόμο. Tα είχε κανονίσει όλα, ~ ώστε δε χρειάστηκε να περιμένω. γ. αιτιολογικές αναφορικές· ~ που / όπως: Xαίρομαι ~ όπως σας βλέπω όλους μαζί! ~ που καπνίζει, γρήγορα θα έχει προβλήματα. δ. με αναφορική πρόταση που εισάγεται με το όπως, που: Όλα θα γίνουν ~ όπως θέλει / ~ όπως είναι το έθιμο. ~ όπως ήρθαν τα πράγματα. ~ όπως τα έφερε η τύχη. III1. σε επιφωνηματική χρήση, συχνά με επιφωνηματική φράση ή πρόταση. α. ευχή: Kάνε μου τη χάρη, ~ να ΄χεις την ευχή μου. ~ να χαρείς τα παιδιά σου. β. επιδοκιμασία: ~ μπράβο! || αποδοκιμασία. (έκφρ.) όχι κι ~, για κτ. που θεωρούμε υπερβολικό: Είπαμε να προσέχουμε αλλά όχι κι ~, το παρακάνει. γ. συμπάθεια, ήπια αντίθεση: (Ώστε) ~ ε; δ. (έκφρ.) ~ μου ΄ρχεται να, αρνητικά ή θετικά για έντονη επιθυμία: ~ μου ΄ρχεται να τα παρατήσω όλα και να φύγω. ~ μου ΄ρχεται να τρέξω να τον αγκαλιάσω. 2α. στη θέση καταφατικής απάντησης: Λες να επιστρέψει νωρίς; -~ πιστεύω. β. σε ερώτηση, για να προλάβει ο ομιλητής τη συγκατάθεση του συνομιλητή του: Θα φας μαζί μας, ~;, εντάξει; σύμφωνοι; Είναι σίγουρος πως τον αγαπάς, ~ δεν είναι; IV. (συνήθ. προφ.) σε ονοματική χρήση. α. (ως ουσ.) το έτσι: Έγινε το ~ του, το πείσμα του. ΦΡ με το ~ θέλω, αυθαίρετα, χωρίς λογική αιτία: Mε το ~ θέλω πήρε την κατάσταση στα χέρια του. β. (έκφρ.) στο ~ στιλ*.
[μσν. έτσι < έτις (σύγκρ. τίποτις < τίποτε, διαλεκτ. τίβοτσι) < *έτω < αρχ. οὕτως (αναλ. προς τα εκείνος, εκεί) ή < *ετω σί < αρχ. οὑτωσί (επιτατ. του οὕτως) ή < λατ. etsi `αν και, ακόμα κι αν΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- έτσι, επίρρ.· έτις· έτσε· έτσου· ίτις· ίτους· ίτσι· ίτσου.
-
- 1) (Με ρ. και ενδεχόμενη συνοδεία των ως, καθώς, ως γιον, κλπ.) (τροπ.) έτσι, με τον ίδιο τρόπο:
- έτσι τ’ αποφάσισε της ερωτιάς η κρίση (Ερωτόκρ. Α´ 1144)·
- έτσι τους εσυνέτριβεν ως φάλκονας περδίκιν (Αχιλλ. L 66).
- 2) Έκφρ. (προκ. για κίνηση κεφαλής) έτσι και έτσι = δεξιά και αριστερά, ολόγυρα:
- (Πεντ. Έξ. II 12).
- 3) (Με ουσ. ή επίθ. και επόμ. το ωσάν) τόσο … όσο, και … και:
- ξυπνώντας πασαένα παλληκάρι, έτσι πεζόν ωσάν και καβαλάρη (Λεηλ. Παροικ. 36· Μορεζίν., Λόγ. 470).
- 4)
- α) Εξαιτίας αυτού του γεγονότος:
- Περί ψευδοϊερέων οπού δεν έλαβαν χειροτονίαν και έτσι λαϊκοί ανίεροι περιπατούν (Βακτ. αρχιερ. 188)·
- β) (επιτ.) τόσο, τόσο πολύ:
- έτσι ψηλά να σώσω (Ερωτόκρ. Β´ 155).
- α) Εξαιτίας αυτού του γεγονότος:
- 5) Σύνδ.
- α) μόλις:
- έτσι τον εσιδέρωσε, στον Δρύστορον τον φέρει (Ιστ. Βλαχ. 1293)·
- β) (συμπερασμ.) γι’ αυτό, επομένως:
- τούτος ο νιος μας ’ρίζει σήμερο, κι έτσι σιμώσετέ του (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 137)·
- γ) (με ακόλουθο το να) στην περίπτωση που …, αν:
- έτσι να ήτον τίποτες πράγμαν πολλά μεγάλον … (Ιμπ. 147)·
- δ) (με προηγ. το και, με επόμ. το (ω)σάν) παρόλο που, αν και:
- Δουλειάν … ουδέν έναι κρατημένος να επάρει από άνθρωπον τινά, και ίτις έναι ομοσμένος (Σαχλ., Αφήγ. 359· Ιμπ. (Legr.) 142).
- α) μόλις:
- 6) (Σε επιθ. χρ.) τέτοιος:
- στες στράτες αποθαίναν κι ουδέ τινάς τους έθαπτε, μόνον έτσι εμέναν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2368).
- 7)
- α) (Σε θέση δεικτ. αντων.) τέτοιος, τέτοιας λογής:
- έτσι χάρη να ’χει (Ερωφ. Ε´ 353)·
- β) (σε θέση σύστ. αντικ. με δεικτ. αντων.):
- επαράγγειλέ τους έτσι … (Hagia Sophia ω 5232).
- α) (Σε θέση δεικτ. αντων.) τέτοιος, τέτοιας λογής:
- 8)
- α) (Καταφ.) ναι, μάλιστα:
- Κι έχεις το τούτο θαρρετό; —Ίτις, … (Φαλιέρ., Ιστ. 317)·
- β) (επεξηγ.) δηλαδή:
- εξακόσα ζα, έτσι πρόβατα, αιγίδια, … (Κατά ζουράρη 155).
- α) (Καταφ.) ναι, μάλιστα:
- 9) Μακάρι, είθε:
- Ίτσου να σας βουηθήσει ο Θεός! (Μαχ. 51430).
[βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β´ 591. Ο τ. έτσου και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Με ρ. και ενδεχόμενη συνοδεία των ως, καθώς, ως γιον, κλπ.) (τροπ.) έτσι, με τον ίδιο τρόπο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετσιδά [etsiδá] επίρρ. : (προφ.) έτσι ακριβώς.
[έτσι + δα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ετσιδά, επίρρ.
-
- Με τέτοιο τρόπο, τόσο πολύ:
- γι’ αφορμάρους τσι κρατούν, όσ’ ετσιδά ’γαπήσα (Ερωτόκρ. Α´ 214).
[<επιρρ. έτσι + ’δά. Η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ.]
- Με τέτοιο τρόπο, τόσο πολύ:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετσιθελικός -ή -ό [etsiθelikós] Ε1 : (για ανθρώπινη ενέργεια) που γίνεται αυθαίρετα ή χωρίς λογική αιτία: Ετσιθελική πράξη.
ετσιθελικά ΕΠIΡΡ: Kυβερνάει ~ τη χώρα. [λόγ. < λαϊκή φρ. έτσι θέλ(ω) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετσιθελισμός ο [etsiθelizmós] Ο17 : αυθαίρετη ενέργεια ή συμπεριφορά: Οι ετσιθελισμοί στη διοίκηση οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή άθλια κατάσταση.
[λόγ. < (λαϊκή φρ.) έτσι θέλ(ω) -ισμός]