Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έτοιμος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
έτοιμος, επίθ.· ότοιμος.
  • 1) Προετοιμασμένος για κ., έτοιμος:
    • (Βελλερ., Επιστ. 626).
  • 2)
    • α) Πρόθυμος για κ.:
      • (Βουστρ. 2216
    • β) (σε θέση ουσ.) έμπιστος:
      • έτοιμοι του ρηγός (Μαχ. 24836).
  • 3) Ικανός, κατάλληλος:
    • σοφόν πατριάρχην εποίησαν, έτοιμον αποκρίνεσθαι (Ιστ. πολιτ. 3014).
  • 4) Εύκολος:
    • ο σουλτάνος να μας αιχμαλωτίσει ότοιμον είναι (Μαχ. 819).
  • 5) Πρόχειρος, διαθέσιμος:
    • το έτοιμον φαγί, οπού ’χω τώρα (Αιτωλ., Μύθ. 313).
  • 6) Φρ. είμαι έτοιμος (να) … = παρά λίγο (να) …, λίγο έλειψε (να) …:
    • (Σταυριν. 243).
  • 7) Έκφρ. στο ’τοιμο (να) … = παρά λίγο (να) …:
    • (Αλεξ. 892).

[αρχ. επίθ. έτοιμος. Ο τ. στο Du Cange. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έτοιμος -η -ο [étimos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που τον έχουν κάνει με προεργασία και με τις κατάλληλες ενέργειες ή προετοιμασίες να μπορεί να επιτελέσει κπ. σκοπό ή να εκπληρώσει κπ. προορισμό. ANT ανέτοιμος: Είσαι ~ για το ταξίδι; Σε πέντε λεπτά ήταν όλοι έτοιμοι και ξεκίνησαν. Δεν μπορώ να σε περιμένω, δεν είσαι έτοιμη, δεν προετοιμάστηκες για έξοδο. Ήταν ~ για να πάει στο στρατό. Δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για να πάμε στον Άρη. Δεν είναι ~ για τις εξετάσεις. Tο φαγητό δεν ήταν ακόμα έτοιμο. || Mονάδα έτοιμη για δράση. || (ως παράγγελμα): Έτοιμοι· πυρ / μαρς. (έκφρ.) έσο* ~. 2α. που είναι, βρίσκεται λίγο πριν από την πραγματοποίηση μιας ενέργειας, ενός σχεδίου κτλ.: Είμαι ~ να παραιτηθώ, αν φταίω. Έτοιμοι να σαλπάρουν, αν δε βρουν άλλη δουλειά. Είμαι ~ να κοιμηθώ μ΄ αυτό το έργο. Ήμουν ~ να φύγω, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. β. που έχει τη διάθεση να πραγματοποιήσει κτ.: Είμαι ~ να σε βοηθήσω, όποτε χρειαστείς. Είναι ~ για καβγά / για όλα. Ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, όταν έφτασαν ενισχύσεις. γ. που είναι προετοιμασμένος, αποφασισμένος: Ο λαός είναι ~ για κάθε θυσία αν χρειαστεί / αν απειληθεί η εδαφική ακεραιότητα της χώρας. 3. που έχει ενδείξεις ότι θα ακολουθήσει κτ. ευχάριστο ή δυσάρεστο και που το περιμένει χωρίς να εκδηλώνει ιδιαίτερα τα συναισθήματά του: Είμαι ~ να ακούσω ό,τι κι αν έχεις να μου πεις. Είμαι έτοιμη για τα πάντα· μίλησέ μου ελεύθερα. Είμαι ~ για όλα, μπορώ να διακινδυνεύσω οτιδήποτε. 4. που έχει περιέλθει σε μια κατάσταση, ώστε να επίκειται, να διαφαίνεται κάποια εξέλιξη: Tα σιτηρά είναι έτοιμα για θέρισμα. Tο κτίριο είναι έτοιμο να πέσει. 5α. (για ρούχα) που έχει σχεδιαστεί με βάση κάποια τυποποιημένα μέτρα και όχι με τα μέτρα του αγοραστή: Kατάστημα / βιοτεχνία έτοιμων / ετοίμων ενδυμάτων. Φοράει πάντα έτοιμα ρούχα. || (ως ουσ.) τα έτοιμα: Nτύνεται πάντοτε με έτοιμα. β. (για φαγητό) που παρασκευάζεται στο εστιατόριο, μαγειρείο κτλ. αλλά καταναλώνεται στο σπίτι: Δεν έχω φαγητό σήμερα· θα φάμε κάτι έτοιμο. || (ως ουσ.): Bαρέθηκα τα έτοιμα, αύριο θα μαγειρέψω. γ. για αγαθά που τα καρπώνεται κάποιος χωρίς να καταβάλει προσπάθειες: Tα βρήκε όλα έτοιμα· γι΄ αυτό πλούτισε γρήγορα. || (ως ουσ.) τα έτοιμα, για χρήματα, συνήθ. αποταμιευμένα, που δεν προέρχονται από το μηνιαίο εισόδημα που έχω από την εργασία μου: Πρόσεξε, κάποτε θα τελειώσουν τα έτοιμα. Tρώω / ξοδεύω από τα έτοιμα. 6. για ενέργεια ή για φυσιολογική λειτουργία που γίνεται, προκαλείται με μεγάλη ευκολία, αβίαστα: Έχει έτοιμα τα ψέματα / έτοιμες τις δικαιολογίες / έτοιμα τα δάκρυα. Δεν τον πιάνεις πουθενά· έχει έτοιμη την απάντηση και σε αποστομώνει. 7. που διαμορφώθηκε οριστικά από άλλους και δεν επιδέχεται αλλαγές: Ένας αρνητής των έτοιμων λύσεων / δογμάτων. Δε μου αρέσουν οι έτοιμες λύσεις· θέλω να αγωνιστώ για να πετύχω.

[αρχ. ἕτοιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες