Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έτερος, αντων.· θάτερος· θηλ. έτερη· ετέρη.
-
- 1)
- α) Άλλος:
- (Ασσίζ. 36821)·
- β) λοιπός, υπόλοιπος:
- (Χρον. Μορ. H 8244).
- α) Άλλος:
- 2) Ξένος· εχθρός(;):
- στέφος το βασιλικόν επήραν οι έτεροί σου (Γέν. Ρωμ. 22).
[αρχ. αντων. έτερος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έτερος ετέρα έτερο(ν) [éteros] Ε γεν. αρσ. και ουδ. εν. ετέρου, πληθ. ετέρων : (λόγ.) άλλος. (έκφρ.) το έτερον ήμισυ*. έτερον εκάτερον, για να δηλωθεί ότι κτ. είναι άσχετο με κτ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. ἕτερος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ετερόσημος -η -ο [eterósimos] Ε5 : (μαθημ., για αριθμό) που έχει διαφορετικό πρόσημο από κπ. άλλο. ANT ομόσημος.
[λόγ. < μσν. ετερόσημος `με διαφορετική σημασία΄ < ετερο- + σήμ(α) -ος κατά τη σημ. της λ. πρόσημο]