Παράλληλη αναζήτηση
40 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έσω, επίρρ.· είσω· έσσω.
-
- Α´ Τοπ.
- 1) Μέσα:
- (Θρ. Κύπρ. Μ 138).
- 2) Ανάμεσα:
- ο Ρίτζος είναι έσω μας χωσμένος (Βουστρ. 2102).
- 3) Έκφρ. έσω μου (σου, του, κλπ.) =
- (α) μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του, κλπ.):
- (Σπαν. P 224)·
- (β) στο σπίτι μου (σου, του, κλπ.):
- (Μαχ. 36212)·
- (γ) στην πατρίδα μου, (σου, του, κλπ.):
- (Μαχ. 49033).
- (α) μέσα μου, στο μυαλό μου (σου, του, κλπ.):
- 4) (Με άρθρο)
- α) το έσω = το εσωτερικό:
- χερόπτια, το έσω σίδερον, το έξωθεν χρυσάφιν (Φλώρ. 532)·
- β) έκφρ. τα έσω = τα ενδοοικογενειακά:
- (Σπαν. O 101).
- α) το έσω = το εσωτερικό:
- 5) Φρ. δίδω ή έρχομαι έσω χείρας = προκ. για χτύπημα με σπαθί που δίνεται από κοντά:
- (Διγ. Z 3526), (Διγ. Gr. 3036).
- 1) Μέσα:
- Β´ (Χρον.) σε διάστημα:
- έσω εις έναν μήναν (Χρον. Μορ. P 6124).
[αρχ. επίρρ. έσω. Η λ. και ο τ. έσσω και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Τοπ.
- εσω- [eso] & εσώ- [esó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. σω-)· 1. με την έννοια: α. μέσα ή προς τα μέσα: ~κλείω· εσώκλειστος. || ~στρεφής. ANT εξω-. β. εσωτερικός: εσώκοσμος, ~νάρθηκας. 2. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο είναι μέσα στα πλαίσια, στα όρια που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ενδο-. ANT εξω-: ~κοινοβουλευτικός, ~κομματικός, ~σχολικός.
[λόγ. < ελνστ. ἐσω- < αρχ. επίρρ. ἔσω `μέσα΄ ως α' συνθ. (δες και λ. εσωτερ-ικός): ελνστ. ἐσώ-φωτον `κοίλος εσωτερικός χώρος΄, μσν. εσω-φόριον `εσωτερικό ρού χο΄ & διεθ. eso- < ελνστ. ἐσω-: εσω-νευρικός < αγγλ. esoneural & μτφρδ.: εσω-κλείω < γαλλ. inclure, εσω-στρεφής < γερμ. introvertit]
- εσωβροντώ.
-
- Κανονιοβολώ στο εσωτερικό κάπ. τόπου:
- εσωβροντούσαν έσωθεν τ’ Αγι-Έρμου πάσα ρούγαν (Αχέλ. 1017).
[<επίρρ. έσω + βροντώ]
- Κανονιοβολώ στο εσωτερικό κάπ. τόπου:
- έσωθε(ν), επίρρ.
-
- 1)
- α) Από μέσα:
- (Έκθ. χρον. 7117)·
- β) μέσα:
- (Προδρ. III 168)·
- γ) (μεταφ.) στα σωθικά, μέσα στην καρδιά:
- δέξαι βέλος έσωθεν έρωτος ενεργείᾳ (Αχιλλ. N 1013)·
- δ) στη μέση· πάνω σε μια επιφάνεια:
- εύρον κλίνην …, έσωθεν δε την κόρην (Διγ. Z 505).
- α) Από μέσα:
- 2) Φρ. δίδω έσωθεν χείρας = προκ. για κτύπημα με σπαθί που δίνεται από κοντά:
- (Διγ. Gr. 149).
[αρχ. επίρρ. έσωθεν]
- 1)
- έσωθεν [ésoθen] επίρρ. : (λόγ.) μέσα ή από μέσα: H φθορά στο κόμμα προκαλείται ~.
[λόγ. < αρχ. ἔσωθεν]
- εσωκαίομαι· ’σωγκιούμαι· ’σωκιούμαι.
-
- «Καίγομαι» (από εσωτερική φωτιά), βασανίζομαι, υποφέρω:
- να σιωπώ και μέσα να ’σωκιούμαι (Κυπρ. ερωτ. 14011).
[<επίρρ. έσω + καίομαι. Ο τ. ’σωκιούμαι και σήμ. κυπρ.]
- «Καίγομαι» (από εσωτερική φωτιά), βασανίζομαι, υποφέρω:
- εσωκάρδιον το· ’σωκάρδιον.
-
- Εσωτερικό γυναικείο ένδυμα:
- άσπρα μικρά ’σωκάρδια, μεταξωτά (Διγ. Α 2263).
[<επίρρ. έσω + ουσ. καρδία. Τ. 'σωκάρδι σήμ. ιδιωμ.]
- Εσωτερικό γυναικείο ένδυμα:
- εσώκαστρον το· ’(σ)σώκαστρον.
-
- Εσωτερικός χώρος κάστρου· κάστρο:
- το ’σσώκαστρον της Κερυνίας (Μαχ. 40429).
[<επίρρ. έσω + ουσ. κάστρον]
- Εσωτερικός χώρος κάστρου· κάστρο:
- εσώκλειστος -η -ο [esóklistos] Ε5 : για κτ. που το έχουν βάλει μέσα σε φάκελο αλληλογραφίας, για να το στείλουν μαζί με το γράμμα: Εσώκλειστη απόδειξη / επιταγή.
εσωκλείστως ΕΠIΡΡ: ~ σας στέλνω και το πιστοποιητικό που μου ζητήσατε. [λόγ. εσω- + κλεισ- (κλείνω) -τος μτφρδ. γαλλ. ci-nclus· λόγ. εσώκλειστ(ος) -ως]
- εσωκλείω [esoklío] -ομαι Ρ αόρ. εσώκλεισα, απαρέμφ. εσωκλείσει, παθ. αόρ. εσωκλείστηκα, απαρέμφ. εσωκλειστεί : βάζω κτ. μέσα σε φάκελο αλληλογραφίας, για να το στείλω μαζί με το γράμμα: Έστειλα τα εμπορεύματα που μου ζητήσατε και σας ~ το σχετικό τιμολόγιο.
[λόγ. εσω- + κλείω (δες κλείνω) μτφρδ. γαλλ. inclure]