Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έρως ο [éros] Ο : (λόγ.) ο έρωτας.
[λόγ. < αρχ. ἔρως]
[Λεξικό Κριαρά]
- έρως, o· αιτιατ. έρων· κλητ. έρων· έρω· έρωτας· γεν. ερώτου.
-
- 1) Έρωτας:
- (Αχιλλ. L 568), (Καλλίμ. 928).
- 2)
- α) Πόθος, σαρκική επιθυμία:
- (Διγ. Άνδρ. 37231)·
- β) ερωτικές περιπέτειες:
- Λόγος πέμπτος διηγάται, έρωτας ανιστοράται (Διγ. O 1546).
- α) Πόθος, σαρκική επιθυμία:
- 3) Σαρκική επαφή:
- ερώτων δε μυστήρια ερυθριώ του λέγειν (Διγ. Gr. 2149).
- 4) Αγάπη, αφοσίωση:
- Έρωταν είχεν περισσόν ως διά την ποθητήν του και διά την μητέραν του (Διγ. Esc. 495).
- 5) Έντονη επιθυμία, πόθος για κ.:
- (Χρον. Τόκκων 219), (Διγ. Gr. 718).
- 6) Ο θεός Έρωτας:
- (Κυπρ. ερωτ. 1515).
[αρχ. ουσ. έρως. Ο τ. έρωτας και σήμ.]
- 1) Έρωτας: