Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρμο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
έρμο το,
βλ. έλμον.
[Λεξικό Κριαρά]
ερμολόγι το,
βλ. ειρμολόγιον.
[Λεξικό Κριαρά]
έρμος, επίθ.,
βλ. έρημος (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρμος -η -ο [érmos] Ε3 : (προφ.) 1. (ιδ. για τόπο) έρημος. 2. (συναισθ., ιδ. για πρόσ.) α. που είναι ή ζει μόνος: Είναι ~ στον κόσμο. β. δύστυχος, δυστυχισμένος: Πώς να πούμε το πικρό μαντάτο στην έρμη μάνα! || (ως ουσ.): Έμεινε μόνος ο ~. Xάθηκε η έρμη. Kλαίει το έρμο. ΦΡ τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;, σε αδικαιολόγητη απορία για κακό που συμβαίνει. ΠAΡ Ο φόβος* φυλάει τα έρμα. γ. (συναισθ.) σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης για κτ.: Πόσο να κρατήσει κι αυτό το έρμο! Xάλασε. Mου λείπουν τα έρμα τα λεφτά.

[μσν. έρμος < αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος με συγκ. του άτ. [i] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ερμοχάρακον το,
βλ. ερημοχάρακον.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες