Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έρημος η [érimos] Ο36 : 1.μεγάλη έκταση γης, άνυδρη, χωρίς αξιόλογη βλάστηση και ακατοίκητη: Aμμώδης / πετρώδης ~. Οι θερμές έρημοι των τροπικών και οι ψυχρές των πολικών περιοχών. H ~ Σαχάρα. Tο πλοίο* της ερήμου. ΦΡ φωνή* βοώντος εν τη ερήμω. 2. (σπάν., μτφ.) έλλειψη δραστηριότητας, δημιουργικότητας: Πολιτιστική ~.
[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έρημος -η -ο [érimos] Ε5 : 1.(ιδ. για τόπο) α. που μόνιμα ή προσωρινά είναι χωρίς ανθρώπους: Έρημη περιοχή / ακρογιαλιά / πόλη / πλατεία. || ακατοίκητος: Ένα έρημο σπίτι / νησί. β. εγκαταλελειμμένος και συνήθ. αφύλακτος: Ο εχθρός βρήκε την πόλη έρημη από υπερασπιστές. Έφυγε κι άφησε το κοπάδι του έρημο. ΠAΡ Άφραχτος* κήπος, έρημα τα λάχανα. 2. (συναισθ., ιδ. για πρόσ.) α. που είναι ή ζει μόνος: Πέθαναν όλοι οι δικοί του κι έμεινε ~ στον κόσμο. Είναι μόνος κι ~. β. δύστυχος, δυστυχισμένος: Λυπήσου τα έρημα τα ορφανά. H έρημη ζωή του ναύτη. || (ως ουσ.): Tον λυπήθηκα τον έρημο και του συμπαραστάθηκα όσο μπορούσα. ΠAΡ Ο φόβος* φυλάει τα έρημα. || (σε εκφράσεις συμπάθειας ή δυσφορίας για κτ.): Tα έρημα τα γηρατειά / τα ξένα!
[αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος]
[Λεξικό Κριαρά]
- έρημος (I) η· γεν. της έρημος.
-
- Η έρημος:
- εις την έρημο του Σινάι (Πεντ. Αρ. IX 1· Διγ. Z 2510).
[μτγν. ουσ. έρημος. Η λ. και σήμ.]
- Η έρημος:
[Λεξικό Κριαρά]
- έρημος (II), επίθ.· έρμος.
-
- 1) Έρημος, ακατοίκητος, εγκαταλειμμένος:
- (Βίος Αλ. 4476).
- 2) Άδειος:
- (Αχιλλ. L 979).
- 3) Αφύλακτος:
- Φόβος … τα έρημα φυλάσσει (Αλεξ. μετά στ. 202 κριτ. υπ).
- 4) (Προκ. για πρόσωπο) μόνος, εγκαταλειμμένος, στερημένος από κ. ή από κάπ.:
- (Αλεξ. 2808).
- 5) Κατεστραμμένος (οικονομικά):
- Εχάσαν τα δηνέρια των … και από τα ζάρια εγέρθησαν έρημοι (Σαχλ. N 203).
- 6) Ταλαίπωρος, δυστυχισμένος:
- ετέλειωσεν η έρημος ζωή του (Χούμνου, Κοσμογ. 268).
- 7) Έκφρ. έρμος σου χρόνος και κακός = (προκ. για κατάρα) «τον κακό σου τον καιρό!»:
- (Στάθ. Β´ 310).
[αρχ. επίθ. έρημος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έρημος, ακατοίκητος, εγκαταλειμμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημοσπίτης ο [erimospítis] Ο10 : μόνο στην έκφραση πολυτεχνίτης* κι ~.
[έρημ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ερημόσπιτο το [erimóspito] Ο41 : σπίτι ακατοίκητο και συνήθ. παλιό.
[έρημ(ος) -ο- + σπίτ(ι) -ο]
[Λεξικό Κριαρά]
- ερημόσπιτο το.
-
- Σπίτι ακατοίκητο:
- δίδου και πουλού ερημόσπιτα δύο (Βαρούχ. 544).
[<επίθ. έρημος + ουσ. σπίτι]
- Σπίτι ακατοίκητο: