Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρεβος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρεβος το [érevos] Ο47 : (λόγ.) σκοτάδι, ιδίως πολύ βαθύ: Σκότος και ~.

[λόγ. < αρχ. ἌΕρεβος προσωποποίηση του σκότους της αβύσσου]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες