Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργονομία η [erγonomía] Ο25 : επιστημονική μελέτη των επιδράσεων που δέχεται το άτομο από το εργασιακό περιβάλλον (χώρο, μέσα εργασίας κτλ.) και επινόηση μεθόδων για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων.
[λόγ. < αγγλ. ergonomics ή γαλλ. ergonomie < ergo- = εργο- + -nomics, -nomie = -νομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εργονομικός -ή -ό [erγonomikós] Ε1 : που έχει σχέση με την εργονομία: Εργονομικά έπιπλα, σχεδιασμένα με τρόπο που βασίζεται στην εργονομία.
εργονομικα ΕΠIΡΡ. [λόγ. εργονομ(ία) -ικός]