Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρα
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
έρα η.
  • Εποχή:
    • με πάσαν έραν εσμιμένη (ενν. η νιότη) (Κυπρ. ερωτ. 1036).

[<ιταλ. era]

[Λεξικό Κριαρά]
εράθυμος, επίθ.,
βλ. αράθυμος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εραλδικός -ή -ό [eralδikós] Ε1 : που αναφέρεται στα οικόσημα και γενικά στα οικογενειακά εμβλήματα: Εραλδικές μελέτες. α. (ως ουσ.) η εραλδική, ο επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τα οικόσημα και τα οικογενειακά εμβλήματα· οικοσημολογία, εμβληματολογία. β. που χαρακτηρίζεται από δύο αντικείμενα, ιδίως ζώα, τοποθετημένα συμμετρικά και αντιμέτωπα: Εραλδική διάταξη / παράσταση. Εραλδικά σχήματα. εραλδικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β.

[λόγ. < γαλλ. héraldique (-ique = -ικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερανίζομαι [eranízome] Ρ2.1β : (λόγ.) επιλέγω από ένα κείμενο ορισμένες φράσεις, χωρία κτλ., συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, και τα συγκεντρώνω ή τα χρησιμοποιώ: Στο βιβλίο αυτό παρατίθενται στίχοι τους οποίους ο συγγραφέας έχει ερανισθεί από τα ομηρικά έπη. Bιβλίο με ρητά που έχουν ερανισθεί από τη Bίβλο.

[λόγ. < αρχ. ἐρανίζομαι `συλλέγω, δανείζομαι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ερανίζω.
  • I. (Ενεργ.) συγκεντρώνω χρήματα προς όφελος κάπ.:
    • Ου δίκαιον τον Φίλιππον βαρβάροις ερανίζειν (Βίος Αλ. 1045).
  • II. (Μέσ.) συγκεντρώνω χωρία και γνώμες από βιβλία ή κείμενα:
    • εκ των θείων χρησμών ερανισάμενοι τας ρήσεις (Ψευδο-Σφρ. 5702).

[αρχ. ερανίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερανικός -ή -ό [eranikós] Ε1 : (σπάν.) που αναφέρεται σε έρανο: Ερανική επιτροπή, αυτή που τον οργανώνει ή τον πραγματοποιεί.

[λόγ. < αρχ. ἐρανικός `που αναφέρεται σε έρανο΄ κατά τη σημ. της λ. έρανος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εράνισμα το [eránizma] Ο49 : (λόγ.) φράση, χωρίο κτλ., συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο, που επιλέγει κάποιος από το κείμενο στο οποίο βρίσκεται: Ερανίσματα από τον Όμηρο / από τη Bίβλο.

[λόγ. ερανισ- (ερανίζομαι) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερανιστής ο [eranistís] Ο7 θηλ. ερανίστρια [eranístria] Ο27 : (λόγ.) αυτός που επιλέγει φράσεις, χωρία κτλ. από ένα κείμενο, συνήθ. με ορισμένο περιεχόμενο: Ένας ~ του Ομήρου / της Bίβλου. Δεν πρόκειται για πρωτότυπο συγγραφέα αλλά για ικανό και ακούραστο ερανιστή.

[λόγ. < αρχ. ἐρανιστής `συμμέτοχος σε έρανο΄ κατά τη σημ. της λ. ερανίζομαι· λόγ. ερανισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρανος ο [éranos] Ο19 : ενέργεια, συνήθ. οργανωμένη, που έχει ως σκοπό τη συγκέντρωση εισφορών, συνήθ. χρηματικών, από πολλά πρόσωπα με σκοπό κυρίως φιλανθρωπικό ή κοινωφελή: H εκκλησία / το σχολείο του χωριού χτίστηκε με εράνους. Πανελλήνιος αντικαρκινικός ~. Ο ετήσιος ~ του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Γίνεται ~ υπέρ των τυφλών. Άδεια για έρανο. Παράνομος ~. Επιτροπή εράνου, η ερανική επιτροπή.

[λόγ. < ελνστ. ἔρανος `δημόσιες συνεισφορές΄, αρχ. σημ.: `δείπνο όπου ο καθένας συμμετέχει με δική του συμβολή, ομαδικό δάνειο προς όφελος ενός ατόμου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερασιτέχνης ο [erasitéxnis] Ο10 θηλ. ερασιτέχνης [erasitéxnis] : 1.ANT επαγγελματίας. α. (ως επίθ.) που κάνει ορισμένη εργασία όχι ως (κύριο) επάγγελμα αλλά επειδή αυτή τον ευχαριστεί: Ένας ~ ψαράς / φωτογράφος. || ~ ποδοσφαιριστής. β. αυτός που ασκεί την εργασία του χωρίς μέθοδο ή επιτυχία: Φυλάξου από τους ερασιτέχνες. Οι ερασιτέχνες του επαγγέλματος. 2. (ως επίθ.) που κάνει κτ. σπάνια ή περιστασιακά: Ένας ~ καπνιστής.

[λόγ. < αρχ. ἐρασι- (σύγκρ. εραστής) κατά τα αρχ. ἐρασιχρήματος `που του αρέσουν τα χρήματα΄, ἐρασίμολπος `που του αρέσει το τραγούδι΄ + -τέχνης κατά το ελνστ. φιλοτέχνης = αρχ. φιλότεχνος απόδ. ιταλ. dilettante & γαλλ. amateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες